Ἕνα κείμενο περί Ἐξομολογήσεως
(ἀπό τό βιβλίο «Οἱ περιπέτειες ἑνός προσκυνητοῦ» σελ. 165 ἐκδ. Παπαδημητρίου)
... Εἰς τό τέλος τῆς ἑβδομάδος, ἀφοῦ προπαρασκευάσθηκα καλά γιά τήν ἁγία Κοινωνία, πρίν ἐξομολογηθῶ, ἐσκέφθηκα ὅ-τι ἦταν μιά εὐκαιρία νά κάνω ἐκεῖ μιάν ἐξομολόγησιν ὅσον τό δυνατόν πιό λεπτομερῆ. Ἄρχισα, λοιπόν, τήν προσπάθεια γιά νά θυμηθῶ ὅλα τά ἁμαρτήματα ἀπ’ τήν νεότητά μου καί γιά νά μή τυχόν λησμονήσω ἔστω καί τό παραμικρό, τά ἔγραψα μέ ὅση τό δυνατόν περισσότερη λεπτομέρεια. Ἐγέμισα ἔτσι μιά μεγάλη κόλλα χαρτί μέ ὅλα αὐτά πού ἔγραψα. Ἔπειτα, ὅμως, ἄκουσα ὅτι εἰς τήν Κιταβάγια Παστίνα, πού ἀπέχει περίπου τρία χιλιόμετρα ἀπό ἐκεῖ, ἐζοῦσεν ἕνας ἀσκητής ἱερεύς, ὁ ὁποῖος ἦτο σοφός ἄνθρωπος καί γεμᾶτος ἀπό κατανόηση. Ὁποιοσδήποτε ἐπήγαινεν εἰς αὐτόν γιά νά ἐξομολογηθεῖ, εὑρισκόταν σέ μιάν ἀτμόσφαιρα γεμάτη ἀπό μειλιχιότητα καί συμπάθεια, ἀποχωροῦσε δέ χορτᾶτος ἀπό διδασκαλία γιά τήν σωτηρία του καί ἤρεμος ψυχικά. Μέ μεγάλην εὐχαρίστηση ἐπληροφορήθηκα γιά ὅλα αὐτά καί ἀνεχώρησα ἀμέσως νά συναντήσω τόν ἄγιον αὐτόν γέροντα.
Ὅταν ἔφθασα, εἰς τήν ἀρχή, ἐζήτησα ὁλίγες συμβουλές, ὕστε-ρα δέ ἀπό κάμποσην ὥρα συνομιλίας τοῦ ἐδιάβασα τό χαρτί μέ τίς ἁμαρτίες μου, πού εἶχα γράψει. Ὅταν ἐτελείωσα τό διάβασμα, ἐκεῖνος μοῦ εἶπε:
«Παιδί μου, πολλά ἀπ’ αὐτά πού μοῦ ἐδιάβασες εἶναι χωρίς καμμιά ἀξία, οἱ συμβουλές μου δέ γιά τήν ἐξομολόγηση εἶναι γενικά οἱ ἐξῆς:
Πρῶτον: Δέν εἶναι ἀνάγκη νά ἐξομολογῆσαι ἁμαρτήματα γιά τά ὁποῖα ἄλλοτε μετενόησες, τά ἐξαγορεύθηκες καί ἐπῆρες τήν συγχώρηση. Ὅταν τά ξαναεξομολογῆσαι εἶναι σάν νά θέτεις σέ ἀμφιβολία τή δύναμη τοῦ Μυστηρίου τῆς θείας Ἐξομολογήσεως.
Δεύτερον: Δέν πρέπει νά θυμᾶσαι εἰς τήν ἐξομολόγηση οὔτε καί νά ἀναφέρεις εἰς αὐτήν ἄλλα τυχόν πρόσωπα πού συνέβη νά εἶναι συνδεδεμένα μέ τίς ἁμαρτίες σου. Δηλαδή, πρέπει νά ἐξομο-λογηθεῖς τά ἰδικά σου μόνον ἁμαρτήματα καί νά κρίνεις τόν ἑαυτό σου μόνον καί κανέναν ἄλλον.
Τρίτον: Δέν πρέπει νά ξεχνᾶς ὅτι οἱ ἅγιοι Πατέρες μᾶς ἀπα-γορεύουν νά ἀναφέρουμε μέ ὅλες τίς λεπτομέρειες τά διάφορα ἁμαρτήματά μας, ἐπειδή εἶναι καλύτερο νά τά ὁμολογοῦμε καί νά τά ἀναγνωρίζουμε εἰς τίς γενικές τους γραμμές γιά νά ἀποφεύγεται ὁ πειρασμός ἀπό τήν ἐπανάληψη τῶν λεπτομερειῶν καί γιά τόν ἑαυτό μας καί γιά τόν πνευματικό.
Τέταρτον: Ὅταν μετανοεῖς πρέπει νά μετανοεῖς εἰλικρινά καί πραγματικά γιατί εἶναι γεγονός ὅτι ἡ μετάνοιά σου αὐτή σήμερα εἶναι ἀφρόντιστη χλιαρή καί πρόχειρη.
Πέμπτον: Ἀσχολήθηκες σήμερα μέ ἕνα σωρό λεπτομέρειες, ἐνῶ παρέλειψες τό κυριότερο πρᾶγμα, δηλαδή δέν ἀνέφερες τίς πιό βαρειές ἀπ’ ὅλες τίς ἁμαρτίες, γιατί δέν παραδέχθηκες, οὔτε ἔγραψες εἰς τό χαρτί, ὅτι δέν ἀγαπᾶς τόν Θεό, ὅτι μισεῖς τόν πλησίον σου, ὅτι δέν πιστεύεις εἰς τόν Λόγον τοῦ Θεοῦ, καί ὅτι εἶσαι γεμᾶτος ἀπό ὑπερηφάνεια καί φιλοδοξία, γεγονότα πού ἀποτελοῦν τήν τετρα-πλῆ μάζα τοῦ κακοῦ καί τά ὁποῖα εἶναι ἡ αἰτία ὅλων τῶν ἄλλων ἁμαρτημάτων μας. Αὐτά εἶναι οἱ τέσσερεις κυριώτερες ρίζες, ἀπό τίς ὁποῖες φυτρώνουν ὅλα τά ἄλλα ἁμαρτήματα εἰς τά ὁποῖα πέφτουμε ὅλοι».
Ἡ ἔκπληξίς μου πραγματικά ἦταν μεγάλη ἀπό ὅσα ἄκουσα, γι’ αὐτό ἀπευθυνόμενος πρός τόν φημισμένο αὐτόν πνευματικό, τοῦ εἶπα:
«Νά μέ συγχωρήσεις, σεβαστέ πάτερ, ἀλλά πῶς εἶναι δυνατόν νά μή ἀγαπῶ τόν Θεό, τόν Πατέρα ὅλων μας καί Συντηρητή; Σέ τί ἄλλο θά μποροῦσα νά πιστεύσω, ἐκτός ἀπό τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ, ἡ εὐλογία τοῦ ὁποίου ἁγιάζει τά πάντα; Ἐγώ θέλω πάντα τό καλό τοῦ πλησίον μου, ποιόν δέ λόγο θά εἶχα γιά νά τούς μισῶ; Ὡς πρός τήν ὑπερηφάνεια, δέν ἔχω τίποτα γιά νά ὑπερηφανευθῶ, ἐκτός ἀπ’ τά ἀναρίθμητά μου ἁμαρτήματα. Ἀλλ’ ἀκόμη τί καλό ἔχω ἐπάνω μου γιά νά ὑπερηφανευθῶ; Μήπως τά πλούτη μου ἤ τήν ὑγεία μου; Μόνον ἄν ἤμουν μορφωμένος ἤ πλούσιος, θά μποροῦσα νά ἔχω πέσει σέ σφάλματα σάν αὐτά πού μοῦ ἀνέφερες».
«Ἀγαπητέ μου, εἶναι κρῖμα πού τόσο λίγο κατάλαβες τί ἐν-νοῶ μέ αὐτά πού εἶπα. Κοίταξε! Θά διδαχθεῖς πολύ καί γρήγορα, ἀπάνω σέ ὅσα σοῦ εἶπα, ἐάν διαβάσεις αὐτές τίς σημειώσεις πού σοῦ δίνω, τίς ὁποῖες καί ἐγώ χρησιμοποιῶ εἰς τήν ἐξομολόγησή μου. Διάβασέ τες προσεκτικά καί θά καταλάβεις ἐντελῶς καθαρά τήν ἀκριβῆ ἀπόδειξη ὅλων αὐτῶν πού σοῦ εἶπα καί τά ὁποῖα σέ ἐξέ-πληξαν»
Μού ἔδωσε τίς σημειώσεις καί ἐγώ ἄρχισα νά τίς διαβάζω. Οἱ σημειώσεις αὐτές ἔχουν ἀκριβῶς ὡς ἐξῆς:
«Ἐξομολόγηση πού ὁδηγεῖ τόν ἔσω ἄνθρωπο σέ ταπείνωση».
«Στρέφοντας τά μάτια μου προσεκτικά εἰς τόν ἑαυτό μου καί παρακολουθῶντας τήν πορεία τῆς ἐσωτερικῆς μου καταστάσεως, πι-στοποιῶ ἀπό τήν πεῖρα μου, ὅτι δέν ἀγαπῶ τόν Θεόν, ὅτι δέν ἔχω θρησκευτική πίστη καί ὅτι εἶμαι γεμᾶτος ἀπό ὑπερηφάνεια καί ὑλο-φροσύνη. Ὅλα αὐτά τά βρίσκω εἰς τόν ἑαυτό μου μετά ἀπό λεπτο-μερῆ ἐξέταση τῶν αἰσθημάτων καί τῆς συμπεριφορᾶς μου.
Δέν ἀγαπῶ τόν Θεό. Ἄν ἀγαποῦσα πραγματικά τόν Θεό θά εἶχα συνεχῶς τήν σκέψη μου στραμμένη πρός Αὐτόν καί θά ἤμουν εὐ-τυχισμένος. Κάθε σκέψη γιά τό Θεό θά μοῦ ἔδινε χαρά καί ἀγαλ-λίαση. Ἀντιθέτως, ὅμως, πολύ συχνότερα καί πολύ εὐκολώτερα σκέπτομαι διάφορα γήινα πράγματα, ἐνῶ ἡ ἀπασχόληση τῆς σκέψεώς μου μέ τόν Θεό καταντᾶ ἐργασία ἐπίπονη καί ξερή. Ἐάν ἀγαποῦσα τόν Θεόν, ἡ συνομιλία μου μέ Αὐ-τόν, διά τῆς προσευχῆς θά ἦτο ἡ τροφή καί ἡ τρυφή μου καί θά μέ ὡδηγοῦσε σέ ἀδιάσπα-στη ἐπικοινωνία μέ Αὐτόν. Ὅμως, ὅλως ἀντίθετα, ὄχι μόνο δέν εὑρίσκω εὐχαρίστηση εἰς τήν προσευχή μου ἀλλά χρειάζεται κάθε φορά νά καταβάλλω προσπάθεια γιά νά προσευχηθῶ. Ἀγωνίζομαι κατά τῆς ἀπροθυμίας, νικῶμαι ἀπό τήν ἁμαρτωλότητά μου καί εἶμαι πάντα πρόθυμος νά καταπατῶ μέ κάθε ἀνόητη σκέψη καί πρᾶγμα, ἀκόμη καί κατά τήν ὥρα τῆς προ-σευχῆς, γεγονότα, πού, ὅπως εἶναι φυσικόν, μικραίνουν τήν προσευχή καί ἀπομακρύνουν τήν σκέψιν ἀπό αὐτήν. Ὁ καιρός μου περνᾶ ἀχρησιμοποίητος ἤ μᾶλλον χρησιμοποιεῖται σέ μάταιες ἀπασχολήσεις, ὅταν δέ ἀπασχολοῦμαι μέ τόν Θεόν, ὅταν θέτω τόν ἑαυτόν μου κάτω ἀπό τήν παρουσία Του, τότε κάθε ὥρα μοῦ φαίνεται πώς εἶναι ἕνας ὁλόκληρος χρόνος. Ὅταν ἕνας ἄνθρωπος ἀγαπᾶ κάποιο πρόσωπο, τό σκέπτεται ὅλη τήν ἡμέρα χωρίς διακοπή, διατηρεῖ συνεχῶς τήν εἰκόνα του μέσα εἰς τήν καρδιά του, φροντίζει γι’ αὐτό καί σέ καμμιά περίπτωση τό ἀγαπημένο του πρόσωπο δέν φεύγει ἀπό τήν σκέψη του. Ἐγώ, ὅμως ὁλόκληρη τήν ἡμέρα, εἶναι ζήτημα ἄν ξεχωρίζω ἔστω καί μιάν ὥρα γιά νά βυθισθῶ σέ ἐντρύφηση καί θεία μελέτη, γιά νά ζωογονήσω τήν καρδιά μου μέ τήν ἀγάπη μου πρός Αὐτόν, ἐνῶ μέ εὐκολία καί εὐχαρίστηση ἐξοδεύω τίς εἴκοσι τρεῖς ὧρες τοῦ ἡμερονυκτίου σάν μιά θερμή προσφορά καί θυσία εἰς τά εἴδωλα τῶν διαφόρων παθῶν.
Ὁλονένα συζητῶ γιά τιποτένια πράγματα καί γεγονότα, τά ὁποῖα μολύνουν τό πνεῦμα, κι αὐτό μοῦ δίνει εὐχαρίστηση. Εἰς τίς σκέψεις μου γιά τόν Θεό, εἶμαι ξηρός, ἀπρόθυμος καί ἀμελής. Κι ὅταν ἀκόμη χωρίς νά τό θέλω, συμβαίνει ὥστε ἄλλοι νά μέ παρακινήσουν σέ πνευματική συζήτηση, κοιτάζω νά μετατρέψω τό θέμα σέ κάτι ἄλλο, πιό εὐχάριστο εἰς τίς ἐπιθυμίες μου. Εἶμαι τρομερά περίεργος γιά κάθε μοντέρνο, γιά τά πολιτικά καί γιά χίλια δυό ἄλλα ζητήματα. Πολύ συχνά ζητῶ τήν ἱκανοποίηση εἰς τήν ἀγάπη πρός τίς κοσμικές γνώσεις, εἰς τήν ἐπιστήμη, εἰς τήν τέχνη, καί θέλω ὅλο καί περισσότερα ἀγαθά νά ἀποκτήσω. Ἡ μελέτη τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ, ἡ γνῶσις Αὐτοῦ καί τῆς Θρησκείας, δέν μοῦ κάνουν πολλήν ἐντύπωσιν, οὕτε ἱκανοποιοῦν τήν πνευματική πεῖνα τῆς ψυχῆς μου. Ὅλα αὐτά τά παραδέχομαι ὅτι εἶναι ὄχι μόνον ἀνούσια ἀπασχόληση γιά ἕνα χριστιανό, ἀλλ’ ἐπί πλέον καί ἀνωφελής.
Ἐάν ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό εἶναι ἡ τήρησις τῶν ἐντολῶν Του, ὅπως ὁ Χριστός εἶπε «εἰ ἀγαπᾶτε με τάς ἐντολάς τάς ἐμᾶς τηρήσατε» ἐγώ ὄχι μόνο δέν τηρῶ τάς ἐντολάς Του, ἀλλ’ οὔτε καμμιά προσπάθεια καταβάλλω νά κατορθώσω τήν τήρησή τους. Ἔτσι εἶναι ἀπόλυτη ἀλήθεια, τήν ὁποία εὔκολα συμπεραίνει κανείς, ὅτι δέν ἀγαπῶ τόν Θεόν. Ἐπάνω σ’ αὐτό ὁ Μέγας Βασίλειος λέει: Ἡ ἀπόδειξις ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν ἀγαπᾶ τόν Θεό καί τόν Χριστόν, ἔγκειται εἰς τό γεγονός ὅτι δέν τηρεῖ τάς ἐντολάς του.
Δέν ἀγαπῶ οὔτε τόν πλησίον μου. Ἐάν ἀγαποῦσα τόν πλησίον μου, θά ἦτο δυνατόν νά σκεφθῶ καί νά ἀπόφασίσω νά δώσω καί τήν ζωήν μου γι’ αὐτόν, ἐάν θά ὑπῆρχε ἀνάγκη. Ὄχι, ὅμως, αὐτό μόνον δέν κάνω, ἀλλ’ οὔτε καί τήν παραμικρή θυσία εἶμαι διατεθειμένος νά ὑποστῶ γι’ αὐτόν. Ἐάν ἀγαποῦσα τόν πλησίον μου, σύμφωνα μέ τήν ἐντολήν τοῦ Εὐαγγελίου, οἱ λύπες του θά ἦσαν καί δικές μου λύπες καί οἱ χαρές του θά ἀντανακλοῦσαν εἰς τό πρόσωπό μου, ὅπως εἰς τό δικό του. Ἀντι-θέτως, ὅμως, εὐχαριστοῦμαι νά ἀκούω διάφορα ἄσχημα πράγματα γι’ αὐτόν, ἀντί νά λυποῦμαι καί νά πονῶ. Τό κάθε κακό τυχόν πού ἀκούω γιά τόν πλησίον μου, ὄχι μόνον δέν τό σκεπάζω μέ ἀγάπη, ἀλλά τό διατυμπανίζω ὅπου μπορῶ μέ ἐσωτερικήν ἱκανοποίηση. Ἡ εὐτυχία τοῦ πλησίον μου, ἡ τιμή του, τά ἀγαθά του δέν μέ εὐφραίνουν, μοῦ δίνουν δέ ἀντιθέτως τό συναίσθημα τῆς ἀδια-φορίας. Τέλος, ὄχι λίγες φορές, καταλαμβάνουν τήν ψυχή μου περιφρόνηση καί φθόνος γιά τόν πλησίον μου.
Δέν ἔχω θρησκευτική πίστη. Οὔτε εἰς τήν ἀθανασίαν, οὔτε εἰς τό Εὐαγγέλιο, διότι ἐάν ἤμουν τέλεια πεπεισμένος καί ἐπίστευα χωρίς ἀμφιβολία ὅτι μετά ἀπό τόν τάφο ξανοίγεται ἡ αἰώνιος ζωή καί ἡ ἀνταπόδοσις τῶν πεπραγμένων αὐτοῦ τοῦ κόσμου, θά ἐσκε-πτόμουν συνεχῶς αὐτό, χωρίς ἀνάπαυλα. Ἡ ἰδέα τῆς ἀθανασίας θά μέ συνέτριβε κυριολεκτικά καί θά ἐζοῦσα αὐτήν τήν πρόσκαιρη ζωή σάν ἕνας ξένος καί παρεπίδημος, που ἔχει πάντα εἰς τόν νοῦ του τήν φροντίδα νά ἀξιωθεῖ κάποτε νά φθάσει εἰς τήν γλυκειά του πατρίδα. Ἀντίθετα, ὅμως, ἐγώ οὔτε κάν σκέπτομαι γιά τήν αἰωνιότητα καί συμπεριφέρομαι εἰς τήν ζωή μου σάν νά πιστεύω ὅτι τό τέλος τοῦ παρόντος βίου εἶναι καί τό τέρμα τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεώς μου. Μέσα μου φωλιάζει ὑποσυνείδητα ἡ σκέψις πού συνοψίζεται εἰς τό : ποιός ξέρει καί ποιός εἶδε τά μετά θάνατον;
Ὅταν μιλῶ γιά τήν ἀθανασία, τό μυαλό μου συμφωνεῖ μ’ ἐκείνην, ἐνῶ ἡ καρδιά μου πολύ ἀπέχει ἀπό τοῦ νά εἶναι πεπεισμένη γι’ αὐτήν. Ὅλη αὐτή ἡ ἀπιστία μου ἀ-ποδεικνύεται ἀπό τίς πράξεις μου καί ἀπό τήν συνεχεῖ φροντίδα νά ἱκανοποιῶ τήν ζωή τῶν αἰσθήσεων. Ἐάν ἡ διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου εἶχε κυριαρχήσει εἰς τή καρδιά μου μέ τήν ἀνάλογη πίστη, θά εἶχα καταλυφθεῖ ἀπ’ τό Λόγο τοῦ Θεοῦ καί θά τόν ἐμελετοῡσα, θἄβρισκε δέ ἡ ἀφοσίωσις καί ἡ προσοχή τήν κατοικία της εἰς τήν ψυχή μου. Ἡ προσοχή, ἡ εὐσπλαγχνία, ἡ ἀγάπη πού κρύπτονται μέσα εἰς Αὐτόν θά μέ ὡδηγοῦσαν εἰς τήν χαρά καί τήν εὐτυχία τῆς μελέτης τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ νύκτα καί ἡμέρα. Εἰς τήν μελέτην αὐτήν θά εὕρισκα τροφή πνευματική, τόν ἐπιούσιον ἄρτον τῆς ψυχῆς μου καί ἡ καρδία μου θά παρεκινεῖτο εἰς τήν τήρησή του.
Τίποτα εἰς τόν κόσμον αὐτόν δέν θἆ-ταν δυνατό νά μέ ἀπο-τρέψει ἀπ’ τήν ἐφαρμογή της εἰς τήν ζωή μου. Ἀντιθέτως, ὅμως, ὅταν κάθε τόσο διαβάζω ἤ ἀκούω τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ, ἄν ἡ ἀνάγκη ἤ ἡ ἀγάπη πρός τή γνώση μέ ὠθοῦν πρός τοῦτο, τόν παρακολουθῶ χωρίς τήν δέουσα προσοχή καί τόν εὑρίσκω τίς περισσότερες φορές καταθλιπτικό ἤ χωρίς σπουδαῖο ἐνδιαφέρον. Συνήθως φθάνω εἰς τό τέλος τῆς μελέτης του χωρίς σπουδαία ὡφέλεια καί πάντα πρόθυμος νά τόν ἀλλάξω μέ ἐλαφρά ἀναγνώσματα πού μοῦ εἶναι πολύ ἐν-διαφέροντα καί μέ εὐχαριστοῦν.
4. Εἶμαι πλήρης ἀπό ὑπερηφάνεια καί φιλαυτία. Ὅλες μου οἱ ἐνέργειες τό βεβαιώνουν. Βλέποντας κάτι καλό εἰς τόν ἑαυτόν μου, ἐπιθυμῶ νά τό κάνω ἐμφανές ἤ νά ὑπερηφανευθῶ γι’ αὐτό μπροστά σέ ἄλλους ἀνθρώπους ἤ νά τό θαυμάσω μόνος μου ἐσωτερικῶς. Ἄν καί ἐπιδεικνύω μίαν ἐξωτερική ταπεινοφροσύνη, τήν ἀποδίδω σέ ἀποτελεσματικότητα τῆς ἰδικῆς μου δυνάμεως, θεωρῶ δέ τόν ἑαυτόν μου ἤ ἀνώτερον ἀπό τούς ἄλλους, ἤ τουλάχιστον ὄχι χειρότητό τους. Ὅταν ἀνακαλύπτω ἕνα σφάλμα μου προσπαθῶ νά τό δικαιολογήσω καί νά τό σκεπάσω, λέγοντας: Τί νά κάνω; Ἔτσι εἶμαι φτιαγμένος, ἤ δέν πειράζει, κανείς δέν θά μέ παρεξηγήσει. Θυμώνω μέ ὅσους δέν δείχνουν ἐκτίμηση πρός τό πρόσωπό μου καί τούς πιστεύω ὅτι εἶναι ἄνθρωποι πού δέν ἠμπο-ροῦν νά ἐκτιμήσουν τήν ἀξία τοῦ ἄλλου. Ἀγάλλομαι γιά τά χαρίσματά μου, καί ὅλες μου τίς πτώσεις τίς θεωρῶ ἐντελῶς προσωπικό μου ζήτημα. Ἐνῶ εἶμαι μεμψίμοιρος, εὑρίσκω εὐχαρίστησιν εἰς τίς ἀτυχίες τῶν ἐχθρῶν μου. Ὅταν ἀγωνίζωμαι γιά κάτι καλό τό κάνω μέ τόν σκοπό ἤ νά κερδίσω ἐπαίνους, ἤ νά δώσω κάποια ἐλαστικότητα εἰς τόν πνευματικό μου ἑαυτό, ἤ νά πάρω μιά πρόσκαιρη παρηγορία.
Μέ μιά λέξη, συνεχῶς κατασκευάζω ἕνα εἴδωλο τοῦ ἑαυτοῦ μου πρός τό ὁποῖον ἀποδίδω ἀδιάκοπες τίς ὑπηρεσίες μου, φροντίζοντας μέ κάθε τρόπο γιά τήν εὐχαρίστησή μου καί τήν καλλιέργεια τῶν παθῶν καί τῶν ἐπιθυμιῶν μου. Πράττοντας ὅλα αὐτά ἀναγωρίζω τόν ἑαυτόν μου νά εἶναι γεμᾶτος ἀπό ὑπερηφάνεια, ἀπό διάφορες σαρκικές ἐπιθυμίες, ἀπό ἀπιστίαν, ἀπό ἔλλειψιν ἀγάπης πρός τόν Θεό καί ἀπό κακία πρός τόν πλησίον μου. Ποιά κατάσταση θά μποροῦσε νά ὑπάρξει πιό ἁμαρτωλή ἀπό αὐτήν; Ἡ κατάστασις τῶν πνευμάτων τοῦ σκότους πρέπει νά εἶναι καλύτερη ἀπό τήν ἰδικήν μου. Ἐκεῖνα, ἄν καί δέν ἀγαποῦν τόν Θεό, ἄν καί μισοῦν τούς ἀνθρώπους καί τροφή τους εἶναι ἡ ὑπερηφά-νεια, μ’ ὅλα ταῦτα πιστεύουν εἰς τόν Θεό καί φρίττουν. Ἐγώ ὅμως; Μπορῶ νά βρεθῶ σέ χειρότερη κόλασιν ἀπ’ αὐτήν πού ἀντιμε-τωπίζω; Πῶς δέ δέν θά λάβω τήν πιό αὐστηρή τιμωρία γιά τήν ἀνόητη καί ἀπρόσεκτη ζωή μου, τήν ὁποίαν ἀναγνωρίζω ὅτι ζῶ;
Διαβάζοντας ὅλον αὐτόν τόν τύπον τῆς ἐξομολογήσεως πού μοῦ ἔδωσεν ὁ ἱερεύς, τρομοκρατημένος ἐσκέφθηκα καί εἶπα μέσα μου: «Θεέ καί Κύριε! Τί φοβερά ἁμαρτήματα ὑπάρχουν κρυμμένα μέσα μου καί μέχρι τώρα δέν τά εἶχα ἀνακαλύψει!». Ἡ ἐπιθυμία νά καθαρισθῶ ἀπό αὐτά μέ ἔκαναν νά ἱκετεύσω αὐτόν τόν μεγάλον ἐξομολόγο νά μέ διδάξει πῶς νά γνωρίσω τήν αἰτίαν ὅλου αὐτοῦ τοῦ κακοῦ καί πῶς νά θεραπεύσω ἀπ’ αὐτό τόν ἑαυτόν μου. Ἔτσι ὁ ἅγιος αὐτός πνευματικός ἄρχισε νά μέ καθοδηγεῖ λέγοντας: Παιδί μου καί ἀδελφέ μου, ἡ αἰτία τῆς ἐλλείψεως ἀγάπης πρός τόν Θεό εἶναι ἔλλειψις πίστεως. Ἡ ἔλλειψις αὐτή τῆς πίστεως εἶναι ἡ αἰτία τῆς ἐλλείψεως τῆς πεποιθήσεως καί ἡ αἰτία τοῦ τελευταίου αὐτοῦ, εἶναι ἡ ἀποτυχία μας ὡς πρός τήν ἀναζήτηση τῆς ἀληθινῆς καί ἁγίας γνώσεως καί ἡ ἀδιαφορία μας ὡς πρός τήν ἀναζήτηση τοῦ φωτός τοῦ πνεύματος. Μέ μιά λέξη ἄν δέν πιστεύεις δέν μπορεῖς νά ἀγαπᾶς... Μέ τήν ἁγιαστική μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καί μέ τήν ἀπόκτηση πείρας, πρέπει νά γεννηθεῖ εἰς τήν ψυχή σου μία δίψα, μιά ἀκατάσχετη ἐπιθυμία, κάτι σάν θαῦμα, τό ὁποῖον θά σοῦ φέρει μιάν ἀσίγαστη ἐπιθυμία νά μάθεις, ὅσο μπορεῖς πιό πολύ, πιό τέλεια, πιό βαθειά, ὅ,τι περιβάλλει ὅλους μας...
Φαντάζομαι τώρα πώς θά κατάλαβες ὅτι ἡ αἰτία τῶν ἁμαρτημάτων, τά ὁποῖα ἐδιάβασες προηγουμένως, εἶναι ἡ ἀδράνεια τῆς ψυχῆς μας γιά σκέψεις ἐπάνω σέ πνευματικά πράγματα, ἀδράνεια πού ξηραίνει τά συναισθήματα καί τήν ἀνάγκη τῆς ψυχῆς γιά παρόμοιες πνευματικές ἐντρυφήσεις. Ἐάν θέλεις νά μάθεις πῶς θά νικήσεις αὐτήν τήν αἰτία τοῦ κακοῦ, φρόντισε νά ἀποκτήσεις μέ ὅλη σου τήν δύναμη τήν φώτιση τοῦ πνεύματος, τήν φώτιση τῆς ψυχῆς, μέ ἐπιμελῆ καί ἁγιαστική μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, μέ τήν μελέτη τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, μέ τίς συμβουλές πνευματικῶν ἀν-θρώπων καί μέ συζητήσεις μέ ἄτομα πού εἶναι σοφοί καί γεμᾶτοι ἀπό Χριστό... Ἄς κάνουμε τήν προσπάθεια αὐτή καί ἄς προσευχώμεθα, ὅσο συχνότερα μποροῦμε μέ τά λόγια: Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, κάνε μας νά σέ ἀγαπήσουμε τόσον, ὅσο πρίν γνωρίσουμε Σένα, ἀγαπούσαμε τήν ἁμαρτία.
<>
Ο Γέροντας Εφραίμ της Αριζόνας θεραπεύει δαιμονισμένη στον Καναδά και έπειτα εκείνη του ζητάει να εξομολογηθεί
Γέροντας Εφραίμ της Αριζόνας:
“Είχα πάει στον Καναδά και εκεί μίλησα στην Ελληνική ομογένεια, για τον διάβολο, για το πώς μάς ξεγελά και μάς υποσκελίζει στην αμαρτία. Όταν τελείωσα την ομιλία και έφευγε ό κόσμος από το χώρο όπου έγινε ή ομιλία, ξαφνικά άρχισε να γίνεται ένας μεγάλος σαματάς. Ήρθαν κάποιες κυρίες τότε και με ενημέρωσαν ότι κάποια μεγαλοκυρία είχε δαιμονιστεί. Φώναζε και ούρλιαζε ή δαιμονισμένη λέγοντας λόγια για μένα:
Με φανέρωσε αυτός ό άνθρωπος, με έβγαλε στη φόρα. Τί γυρεύει εδώ στον Καναδά; Ήρθε να πάρει τούς δικούς μου, τούς οποίους είχα καλά δεμένους. Θα του κάνω κακό και θα τον εκδικηθώ και πολλά άλλα παρόμοια έλεγε ή δαιμονισμένη.
Την μετέφεραν σέ ένα δωμάτιο. Και μόλις λίγο ηρέμησε, πήγα και την συνάντησα. Είχε κλειστά τα μάτια και έτρεμε σαν το ψάρι. Κατά το χρέος μου άνοιξα το Ευχολόγιο, φόρεσα το πετραχήλι μου και της διάβασα τις ευχές του Μεγάλου Βασιλείου και όταν τελείωσα, άνοιξε τα μάτια, σταμάτησε να τρέμει και με λέει:
Πάτερ, θέλω να εξομολογηθώ! Πράγματι την εξομολόγησα. Ή κοπέλα αυτή είχε δαιμόνιο για πολλά χρόνια, αλλά δεν είχε εκδηλωθεί μέσα της. Κοινωνούσε, εκκλησιαζόταν κανονικά, αλλά δεν γνώριζε oτι ήταν δαιμονισμένη.
Με αφορμή όμως εκείνη την ομιλία πού είχα κάνει εκδηλώθηκε το δαιμόνιο πού είχε.
Πολλοί πού ήταν παρόντες στο σκηνικό με την δαιμονισμένη, ωφελήθηκαν πολύ και άνθρωποι πού δεν πίστευαν στα δαιμόνια και στον διάβολο, πίστεψαν στην ύπαρξη των πονηρών πνευμάτων από το περιστατικό αυτό.
Το περιστατικό απλώθηκε πολύ γρήγορα στην ευρύτερη περιοχή και με πήραν τηλέφωνο και από τις Η.Π.Α να πάω και εκεί στην ομογένεια να τούς μιλήσω και να τούς εξομολογήσω. Έτσι με τη Χάρη του Θεού πήγα και σέ εκείνους τούς ανθρώπους και βοηθήθηκαν και εκείνοι”.
Από το βιβλίο: Ο Θεός Είναι Μαζί μας, Εμείς Είμαστε Μαζί Του;, εκδ. Ορθόδοξη Κυψέλη, Θεσσαλονίκη 2015
<>
Λόγος περί εξομολογήσεως
Άγιος Γέροντας Κλεόπας Ηλιέ της Ρουμανίας (+1998)
Ο όσιος Παΐσιος ο Μέγας λέγει ότι: «Η εξομολόγησις των λογισμών στον Πνευματικό είναι το θεμέλιο της πνευματικής ζωής και η ελπίς της σωτηρίας για όλους τους πιστούς»
Πατέρες και αδελφοί,
Ένα από τα μεγαλύτερα πνευματικά καθήκοντα των μοναχών αλλά και των λαϊκών χριστιανών, είναι η εξομολόγησις των αμαρτιών. Γι αυτό, όσα πρόκειται να είπω παρακάτω, θα έχουν σχέσι με αυτό το Μυστήριο.
Κατ’ αρχάς πρέπει να έχουμε υπ’ όψιν μας ότι όλοι οι άνθρωποι είμεθα αμαρτωλοί ενώπιον του Θεού, άλλοι περισσότερο και άλλοι ολιγώτερο. Αυτό μας το λέγει και η Αγία Γραφή ως εξής: «Τίς γάρ ων βροτός, ότι έσται άμεμπτος, ή ως εσόμενος δίκαιος γεννητός γυναικός;» (Ιώβ 15, 14), ενώ ο Ευαγγελιστής Ιωάννης λέγει στην πρώτη του επιστολή στίχο 8 και 9 «Εάν είπωμεν ότι αμαρτίαν ούκ έχομεν, εαυτούς πλανώμεν και η αλήθεια ούκ έστιν εν ημίν. Εάν ομολογώμεν τας αμαρτίας ημών, πιστός έστι και δίκαιος, ίνα αφή ημίν τας αμαρτίας και καθαρίση ημάς από πάσης αδικίας».
Η εξομολόγησις για να είναι σωστή και ευάρεστος στον Θεό, πρέπει να έκπληροί τις έξης προϋποθέσεις:
1. Πρέπει να γίνεται ενώπιον του Πνευματικού.
2. Να είναι πλήρης. Δηλαδή να περιλαμβάνη όλα τα γενόμενα αμαρτήματα από τον εξομολογούμενο από την παιδική του ηλικία η από την τελευταία του εξομολόγησι και να μη αποκρύπτη τίποτε απ’ αυτά.
3. Να γίνεται με την θέλησή μας σύμφωνα με την Αγία Γραφή που λέγει: «Και εκ θελήματος μου εξομολογήσομαι αυτώ» (Ψαλμ. 21,7).
4. Να γίνεται με ταπείνωσι και συντριβή, όπως λέγει η Γραφή: «καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην ο Θεός ούκ εξουδενώσει» (Ψαλμ. 50,18). 5
5. Να είναι άσπιλος, δηλαδή να μη ενοχοποιή άλλους ο εξομολογούμενος, ούτε τους άλλους ανθρώπους, ούτε κάποιο από τα κτίσματα του Θεού, ούτε ακόμη και τον διάβολο, αλλά μόνο τον εαυτό του να θεωρή ένοχο και υπεύθυνο για τις πράξεις του, όπως λέγει ο Ιερός Χρυσόστομος: «Εάν θέλης να κατηγορήσης κάποιον, μόνο τον εαυτό σου να κατηγορήσης», ενώ ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος λέγει: Λέγε και μη εντρέπεσαι: «ιδικό μου είναι το πρήξιμο, πάτερ, ιδική μου είναι και η πληγή από την ακηδία μου έγινε το τάδε και το τάδε έργο και όχι από άλ¬λον. Κανείς δεν είναι ένοχος γι’ αυτό ούτε άνθρωπος, ούτε πνεύμα, ούτε σώμα, ούτε κάποιος άλλος, παρά η οκνηρία μου».
6. Πρέπει να είναι ειλικρινής, δηλαδή να λέγη την αλήθεια ο χριστιανός και μόνο αυτά τα οποία έκανε ο ίδιος χωρίς να φανερώνη ονόματα προσώπων με τα όποια έχουν σχέση οι αμαρτίες του. Ο Θεός αγαπά την αλήθεια, κατά την μαρτυρία της Γραφής που λέγει: «έστι γάρ αισχύνη επάγουσα αμαρτίαν, και έστιν αισχύνη δόξα και χάρις» (Σοφία Σειράχ 4, 21). Η εντροπή αυτή την οποία υπομένεις στην εξομολόγησι σε απαλλάσσει από την εντροπή εκείνη την οποία με αισθανθούμε όλοι οι άνθρωποι την φοβερά εκείνη ημέρα της Μελλούσης Κρίσεως, όπως λέγει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος στον 4ο Λόγο του: «Δεν γίνεται παρά μόνο με την εντροπή να λυτρωθής από την αιωνία εντροπή».
7. Η εξομολόγησις να είναι αποφασιστική, δηλαδή να πάρουμε μία μεγάλη απόφασι ενώπιον του Πνευματικού ότι δεν με αμαρτήσουμε πλέον με την βοήθεια της θείας Χάριτος και μάλιστα, καλλίτερα χιλιάδες φορές να αποθάνουμε, παρά να αμαρτήσουμε με την θέληση μας. Όποιος δεν επήρε αυτή την απόφαση είναι με το ένα πόδι του στον Πνευματικό και με το άλλο στην αμαρτία. Μερικοί εξομολογούνται με το στόμα, ενώ με την καρδιά τους επιθυμούν πάλι την αμαρτία, ομοιάζοντες με τον σκύλο, ο όποιος επιστρέφει πάλι στο ίδιο ξέραμά του η με το χοίρο που, ενώ λούζεται και πλένεται, πάλι επιστρέφει μέσα στις λάσπες και κυλίεται.
Άλλοτε πάλι πολλοί πιστοί κάνουν την εξομολόγηση από συνήθεια, επειδή επλησίασε η Γέννησις του Κυρίου η το Πάσχα η διότι κινδυνεύουν να αποθάνουν. Διαβάζουμε στο Γεροντικό ότι ένας μεγάλος ησυχαστής έβλεπε τις ψυχές να κατεβαίνουν στον άδη, όπως πέφτουν οι νιφάδες του χιονιού στην περίοδο του χειμώνος, και αυτές όχι γιατί δεν εξομολογούντο, αλλά δεν εξομολογούντο σωστά και με την απόφαση να μην αμαρτήσουν πλέον. Γι’ αυτό λέγει ο Μέγας Βασίλειος ότι τίποτε δεν ωφελεί η εξομολόγησις αυτόν που εξομολογείται, αν δεν μισεί με την καρδιά του την αμαρτία, διότι δεν έχει καμμία ελπίδα διορθώσεώς του.
Στην συνέχεια σημειώνουμε τους τρόπους με τους oποίους ο πιστός, μετά την καθαρή εξομολόγηση που έκανε στον Πνευματικό, θα ημπορέση να διαφυλαχθή από τις διάφορες πτώσεις στην αμαρτία:
1. Πρώτος τρόπος αποφυγής της αμαρτίας είναι η μνήμη του θανάτου και των εξομολογηθέντων αμαρτιών. Αυτό έκανε ο Προφήτης Δαβίδ, ο όποιος, μετά την συγχώρησι που έλαβε από τον Θεό για τις δύο μεγάλες αμαρτίες του, είχε πάντοτε προ των οφθαλμών του τον θάνατο, όπως ο ίδιος λέγει: «Ότι την ανομία μου εγώ γινώσκω και η αμαρτία μου ενώπιον μου εστί διά παντός» (Ψαλμ. 50, 4).
Η μνήμη του θανάτου μας βοηθή να μην αμαρτάνουμε όπως λέγει και η Γραφή: «Υιέ, μιμνήσκου τα έσχατα σου, και εις τον αιώνα ουχ αμαρτήσεις» (Σοφία Σειράχ 7,.16). Ενώ η υπενθύμισις των αμαρτιών δεν θα πρέπη να καταλήγη σε λεπτομέρειες, διότι υπάρχει ο κίνδυνος εκ¬δηλώσεως της εμπάθειας του ανθρώπου.
2. Μετά την εξομολόγηση ν’ αποφεύγονται οι αιτίες της αμαρτίας. Οι φιλόσοφοι λέγουν ότι, οι ίδιες αιτίες κηνούν πάντοτε στις ίδιες αμαρτίες. Προπαντός αυτοί που έπεσαν σε σαρκικές αμαρτίες πρέπει πολύ ν’ αποφεύγουν τις εμπαθείς φιλίες και συνομιλίες με πρόσωπα με τα όποια ημάρτησαν. Η Αγία Γραφή μας λέγει ότι «αυτός που φοβάται τον κίνδυνο, δεν θα πέση σ’ αυτόν» (Σοφία Σειράχ 3,25).
3.Το τρίτο όπλο αποφυγής της αμαρτίας είναι η συχνή εξομολόγησις. Απ’ αυτή προέρχονται πέντε ωφέλειες:
- Όπως τα πουλάκια δεν επιστρέφουν πάλι, όταν βρουν την φωλιά τους χαλασμένη, έτσι και οι δαίμονες φεύγουν για πάντα απ’ αυτούς που εξομολογούνται συχνά, διότι έτσι τους χαλούν τις φωλιές και τις παγίδες. Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης λέγει: «Για ποιά αιτία ο Νεεμάν ο Σύρος λούσθηκε επτά φορές, στον Ιορδάνη; Για να διδάξη όλους μας ότι πρέπει συχνά να εξομολογούμεθα, να λουζώμεθα στα νερά της μετανοίας». Και συνεχίζει λέγοντας: «Είπα να εξομολογούνται συχνά και οι Τιμιώτατοι Πατριάρχαι, αρχιερείς, Πνευματικοί, Ιερείς, διότι σε μερικούς τόπους εχάλασε η καλή αυτή συνήθεια για τέτοια ιερά πρόσωπα. Απορώ πράγματι. Για ποιά αιτία, προτρέπετε άλλους να κάνουν το έργο αυτό... διότι μόνο ο πάπας φαντάσθηκε τον εαυτό του αναμάρτητο και ποτέ οι πατριάρχαι και αρχιερείς της Ανατολικής Εκκλησίας». Ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος μας λέγει: «Εάν ομολογώμεν τας αμαρτίας ημών, πιστός έστι και δίκαιος, ίνα άφη ημίν τας αμαρτίας και καθαρίση ημάς από πάσης αδικίας» (Α΄ Ιωάν. 1,4).
Εάν δεν γίνεται συχνή εξομολόγησις, δυσκολότερα ξερριζώνονται τα πάθη από μέσα μας. Όπως το γέρικο και μεγάλο δένδρο δεν μπορεί να κοπή με μία μόνο τσεκουριά, έτσι και ένα συνηθισμένο κακό δεν μπορεί να εκδιωχθή με μία μόνο συντριβή της καρδίας, αλλά με πολλές.
- Ο άνθρωπος που εξομολογείται συχνά, διατηρεί ευκολώτερα στην μνήμη του τα παραπτώματα που διέπραξε από την τελευταία έξομολόγησι του, εν αντιθέσει με εκείνον που εξομολογείται σπανίως και δυσκολεύεται να κάνη ακριβή και λεπτομερή εξομολόγησι. Γι’ αυτό ο διάβολος, όταν θα εμφανισθή στην ώρα του θανάτου του, δεν θα έχη να του παρουσιάση τίποτε, εφ’ όσον πάντοτε λεπτομερώς τα εξωμολογείτο.
- Αυτός που εξομολογείται συχνά, έστω και να πέφτη στο ίδιο θανάσιμο ίσως αμάρτημα, τρέχει αμέσως να εξαγορεύση την αμαρτία του, λαμβάνει πάλι την άφεσι και την Χάρι του Θεού και έτσι ελαφρύνει την συνείδησί του από το βάρος της αμαρτίας.
- Η τέταρτη ωφέλεια είναι ότι ο εξομολογούμενος συχνά, εάν τον εύρη η ώρα του θανάτου, είναι ψυχικά έτοιμος, έχει την Χάρι του Θεού και την ελπίδα της σωτηρίας του. Ο Μέγας Βασίλειος λέγει ότι: «Ο διάβολος πηγαίνει πάντοτε στην ώρα του θανάτου των δικαίων και των αμαρτωλών, μήπως και εύρη τον άνθρωπο στην αμαρτία για να του πάρη την ψυχή».
- Η πέμπτη ωφέλεια είναι ότι ο εξομολογούμενος συχνά αγωνίζεται να εγκρατεύεται από την αμαρτία, ενθυμούμενος ότι πριν ολίγες ημέρες πάλι εξομολογήθηκε και έχει να λάβη κανόνα και μεγάλη εντροπή ενώπιον του Πνευματικού του, ο όποιος με τον ελέγξη γι’ αυτά που πάλι έκανε.
4. Το τέταρτο όπλο αποφυγής της αμαρτίας είναι η ενθύμησις της εσχάτης Κρίσεως και η απόκρισης που με δώση ο Δίκαιος Κριτής την ήμερα εκείνη στους αμαρτωλούς: «Πορεύεσθε απ’ εμού οι κατηραμένοι εις το πυρ το αιώνιων το ήτοιμασμένον τω διαβόλο και τοις αγγέλοις αυτού» (Ματθ. 25, 41).
5. Το πέμπτο όπλο είναι η μνήμη των αιωνίων βασάνων του Άδου, δηλαδή η μνήμη ότι η αμαρτία μας αποχωρίζει από τον Θεό και την ευφροσύνη των δικαίων και ότι τα αιώνια βάσανα του Άδου, τα όποια, όταν τα σκεπτώμεθα, δεν με βασανίσουν την ψυχή μας, διότι η ενθύμησίς τους με μας προκαλέση μετανοια.
Και τώρα εν κατακλείδι αυτού του κηρύγματος μου, παρακαλώ όλους τους αγαπητούς μου αδελφούς, που με διαβάσουν αυτές τις σειρές να προσεύχωνται για μένα τον ανάξιο και πολύ αμαρτωλό να με βοηθήση ο Θεός να θέσω και εγώ μία καλή αρχή και να μη ξεχάσω αυτά που σάς είπα. Αμήν.
Ιερομονάχου Κλεόπα Ηλιέ
«Πνευματικοί Λόγοι»
εκδ. Ορθόδοξη Κυψέλη»
Θεσσαλονίκη 1992
<>
Μόνον όσοι δεν πολεμούν, δεν τραυματίζονται.
Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος
Δεν είναι φοβερό ο παλαιστής να πέσει. Φοβερό είναι να μείνει στην πτώση του.
Ούτε είναι δύσκολο ο πολεμιστής να τραυματισθεί. Το κακό είναι μετά τον τραυματισμό να απογοητευθεί και να παραμελήσει το τραύμα ...;
Πόσοι αθλητές ύστερα από πολλές αποτυχίες αναδείχθηκαν νικητές! ...;
Μόνον όσοι δεν πολεμούν, δεν τραυματίζονται.
Όσοι όμως με καρδιά ρίχνονται στη φωτιά της μάχης είναι φυσικό και να χτυπηθούν και να πέσουν.
Αυτό ακριβώς που έγινε τώρα και με σένα. Επιχείρησες να εξοντώσεις το φίδι της αμαρτίας και στην προσπάθειά σου αυτή δέχθηκες το δάγκωμά του.
Έχε όμως θάρρος. Εκείνο που σου χρειάζεται τώρα είναι να επαγρυπνείς και θα δεις ότι σε λίγο δεν θα υπάρχει ούτε ίχνος από το τραύμα σου.
Και όχι μόνον αυτό, αλλά με τη χάρη του Θεού θα συντρίψεις και αυτή την κεφαλή του πονηρού.
Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος
<>
1995: Ο ετοιμοθάνατος κυρ-Αλέκος, φανατικός άθεος, εξομολογήθηκε και κοινώνησε
Ανδρόγυνο ο κυρ-Αλέκος και η κυρά-Καίτη, παντρεμένοι το 1920 περίπου. Κατοχή-εμφύλιος-φτώχεια κάργα και των γονέων. Η κυρά-Καίτη ευλαβέστατη, προσευχή, εξομολόγηση, θεία κοινωνία κλπ.
Ο κυρ-Αλέκος φανατικός άθεος, κομμουνιστής αλλά πολύ δίκαιος, ελεήμων, φιλάνθρωπος. Ήξερε από φτώχεια, στέρηση, κατατρεγμό. Συμπονούσε και βοήθαγε όσους μπόραγε. Φθάσανε και οι δυο, τ’ αντρόγυνο γύρω στα 1995. Ο κυρ-Αλέκος βαριά αρρώστια, κατάκοιτος, ετοιμοθάνατος. Η κυρά-Καίτη λαμπάδα δίπλα του, διακονούσε, έκλαιγε, προσευχότανε.
Παιδιά και εγγόνια είχανε στη ζωή τους, τις μέριμνές τους, σπουργιτάκια περνάγανε αστραπή από τους γέρους και φεύγανε.
Η κυρά-Καίτη παρακάλαγε τον άνδρα της:
«να φέρουμε άνδρα μου τον παπά της ενορίας να εξομολογηθείς, να κοινωνήσεις μη φύγεις σαν άψυχο ζώο για την άλλη ζωή και κολασθείς».
Τίποτε ο μπάρμπας, την σιχτήραγε και την απειλούσε:
«Μη φέρεις παππά στο σπίτι μας γιατί θα σας αμολήσω από το μπαλκόνι, εσένα, τον παπά και τα λιβανιστήρια σας».
Μια νύχτα ανοιξιάτικη ψιθύριζε κατατρομαγμένος ο μπάρμπας την κυρά του:
– Τρέχα Καίτη, φοβάμαι.
– Τι θέλεις άντρα μου τ’ αποκρίθηκε αλαφιασμένη εκείνη.
-Να Μωρή, της απάντησε αυτός πανικόβλητος. Δεν βλέπεις αυτόν τον αγριεμένο αράπη, τον δίμετρο που με κοιτάει άγρια και γελάει; Ποιος είναι; Πως μπήκε στο σπίτι μας; Τι θέλει;
Η γυναίκα δεν είδε κανέναν άλλο, σταυροκοπήθηκε φωτίστηκε, κατάλαβε:
-«Άντρα μου στο ορκίζομαι όπου θες δεν βλέπω κανένα άλλο. Είμαι σίγουρη ότι είναι ο διάβολος και ήλθε ο κακούργος να σ’ αρπάξει να σε κολάσει».
Αστραπιαία ο κυρ-Αλέκος συνήλθε, κατάλαβε και της είπε:
– Σε πιστεύω -άμανες υπάρχει ο διάβολος- υπάρχει και ο Χριστός και παράδεισος και κόλαση.
Πήγαινε γρήγορα μόλις ξημερώσει και φέρε τον παπά, όποιον βρεις στην ενορία, να με ξομολογήσει και να με κοινωνήσει.
‘’Κατουρήθηκε’’ από φόβο και χαρά η Γριά. Μόλις ξημέρωσε πήγε στην ενορία, βρήκε κάποιον παπά Δημήτρη, το και το παπά μου και έλα γρήγορα. Έτσι και γίνανε όλα. Μόλις ξομολογήθηκε και κοινώνησε ο μπάρμπα Αλέκος γαλήνεψε, έλαμψε το προσωπάκι του και πέθανε συγχωρεμένος με Θεό και ανθρώπους.
Πόσο μας αγαπά ο Χριστός μας, πόσο ζητά ένα ψίχουλο καλή πρόθεση, καλό λογισμό να μας σώσει!
Από το βιβλίο ”Η ζωή διδάσκει τον Χριστό”, Αθήνα 2017
<>
Το παιδί με τον κατάλογο των αμαρτιών, που του είχαν γράψει άλλοι...
Λίγα λόγια για την αληθινή εξομολόγηση
Του Μητροπολίτη Άντονυ (Μπλουμ) του Σουρόζ
Όταν ένα παιδί έρχεται για εξομολόγηση μου μεταφέρει, από μνήμης ή σε γραπτό, μία σύντομη ή μακριά λίστα “αμαρτιών”. Όπως ανακαλύπτω στη συνέχεια, έχει συνήθως συνταχθεί χωρίς τη συμμετοχή του ίδιου του παιδιού και αντανακλά μόνο τα παράπονα και την κριτική των γονέων του. Παρόμοια εμπειρία έχει κανείς με ενήλικες ανθρώπους που εμφανίζονται με λίστες που ανακάλυψαν σε σχετικά βιβλία ή συνέταξαν με τη συνδρομή των πνευματικών τους γερόντων. Έτσι, το επόμενο βήμα είναι να θέσω τον άνθρωπο μπροστά στον προβληματισμό να διερευνήσει τη δική του, προσωπική σχέση με τον Χριστό. Οι περισσότεροι δεν έχουν παρά μία επιφανειακή, εξ ακοής γνωριμία μαζί Του γι’ αυτό και τους ενθαρρύνω να Τον γνωρίσουν καλύτερα μέσα από την ανάγνωση του Ευαγγελίου. Από μία τέτοια προσέγγιση αρχίζει κανείς να καταλαβαίνει αν το πρόσωπο του Χριστού τον ελκύει, εάν επιθυμεί να γίνει όμοιος με τον Χριστό και να κτίσει με Εκείνον μία σχέση φιλίας.
Ας αναρωτηθούμε λοιπόν αν το στοιχείο της φιλίας υπάρχει στη δική μας σχέση με τον Χριστό. Ας ρωτήσουμε τον εαυτό μας εάν προσπαθήσαμε με κάποιο τρόπο να Του δώσουμε χαρά και να συμπαρασταθούμε στο έργο Του. Αν το συμπέρασμα είναι ότι η σχέση αυτή μας αφήνει αδιάφορους, θα χρειαστεί να επανεξετάσουμε τι σημαίνει τελικά να είμαστε Χριστιανοί. Εάν όμως νιώθουμε ειλικρινά τον Χριστό ως φίλο, ας αρχίσουμε να ρωτούμε τον εαυτό μας καθημερινά: Τι έκανα, τι είπα, τι σκέφτηκα και αισθάνθηκα, που μπορεί να Του δώσει χαρά ή θλίψη;
Κι αυτό ακριβώς το βίωμα ας μεταφέρουμε στην Εξομολόγηση: “Ανάμεσα στην τελευταία και τη σημερινή εξομολόγηση υπήρξα ένας άπιστος, ένας αδιάφορος, ένας δειλός σύντροφος ή αντιθέτως, παραστάθηκα ως φίλος...
Όταν προσερχόμαστε στην εξομολόγηση σπεύδουμε πρόσωπο με πρόσωπο προς έναν φίλο. Δεν πρόκειται να μας κρίνει και να μας καταδικάσει κανείς. Ας πολεμήσουμε τον φόβο που μας διακατέχει γι’ αυτό που πρόκειται να συμβεί. Ερχόμαστε στον Ένα της Τριάδος που όντας Θεός επέλεξε από αγάπη για μας να γίνει Άνθρωπος, ν’ αναλάβει πάνω Του την ανθρώπινη φθορά και να δώσει τη ζωή Του για μας. Η ζωή και ο θάνατός Του είναι η απόδειξη ότι η αγάπη του Θεού για τον άνθρωπο είναι τόσο μεγάλη ώστε να μπορούμε να τον πλησιάσουμε χωρίς δισταγμό, με την προσδοκία ότι σε κάθε περίπτωση θα αγκαλιάσει την αδυναμία μας, πέρα από ηθικές αξιολογήσεις. Ας είμαστε βέβαιοι ότι, εάν κάποιος πρόκειται να θρηνήσει για την αναξιότητα και την αμαρτία μας με συμπόνια, έλεος, αγάπη δεν είναι παρά Εκείνος – που θα ήταν πρόθυμος να σαρκωθεί και να πεθάνει έστω και για έναν μόνο αμαρτωλό, γιατί δεν μπορεί να υπομείνει την απώλεια κανενός. Αυτός λοιπόν είναι ο Χριστός, στον οποίο προσερχόμαστε κατά την εξομολόγηση. Προσδοκά την ίαση, την παραμυθία, την στήριξή μας – όχι την κρίση και καταδίκη μας.
Και τότε ποιος είναι ο ρόλος του ιερέως; Στην ευχή που διαβάζει ο κληρικός πριν το μυστήριο ονομάζεται “μάρτυρας”. Καλείται από τον Κύριο να παραβρίσκεται ενώπιον του αμαρτωλού για να μαρτυρήσει το γεγονός της αγάπης του Χριστού για εκείνον, να βεβαιώσει ότι ο Κύριος είναι παρών και η μόνη επιθυμία και πρόθεσή Του είναι η σωτηρία και η αιώνια ευφροσύνη του μετανοούντος. Επίσης, ο ιερέας παρευρίσκεται στο όνομα του αμαρτωλού, για να ικετεύσει και να μεσιτεύσει στον Κύριο για την συμφιλίωση του ανθρώπου με την Εκκλησία.
Ας αλλάξουμε, λοιπόν, τον τρόπο της εξομολόγησης: ας διώξουμε τον φόβο της τιμωρίας ή της απόρριψης κι ας βρούμε το θάρρος να ελαφρώσουμε την καρδιά μας από κάθε αμφιβολία. Ο Χριστός δεν πρόκειται να μας αρνηθεί. Ίσως η εξομολόγησή μας να είναι για Εκείνον ένας νέος σταυρός, αλλά θα τον δεχθεί, αφού μας αγαπά πέρα από κάθε κρίση, μέχρι θανάτου: Ο θάνατός του έγινε η δική μας ζωή – ζωή μέσα στο χρόνο και ζωή στην αιωνιότητα.
Η εξομολόγηση πριν από όλα είναι συνάντηση και συμφιλίωση. Είναι συνάντηση με τον Χριστό που ποτέ δεν μας στρέφει τα νώτα, αν κι εμείς φεύγουμε μακριά. Μερικές φορές μία τέτοια συνάντηση μπορεί να γίνει έμπνευση για ολόκληρη τη ζωή και να μας δώσει δύναμη και κουράγιο να διάγουμε το υπόλοιπο του βίου.
Συχνά αμαρτάνουμε σοβαρά ενώπιον του Θεού. Υπάρχουν κάποιες στιγμές της ζωής που μας χωρίζουν από Εκείνον με έναν ιδιαίτερα βίαιο τρόπο, στιγμές μεγάλης απιστίας. Θυμηθείτε το περιστατικό με την προδοσία του Πέτρου. Όταν αργότερα μετά την Ανάσταση η Μαρία Μαγδαληνή συναντά τον Άγγελο Κυρίου στον τόπο του μνημείου, αυτός της παραγγέλλει: “Υπάγετε, είπατε τοις μαθηταίς αυτού και τω Πέτρω...”, γιατί ο Πέτρος όντας προδότης δεν λογάριαζε πλέον τον εαυτό του ως ένα των μαθητών. Είχε απαρνηθεί τον Χριστό κι αυτός είναι ο λόγος που ο Κύριος τον ονοματίζει ιδιαιτέρως θέλοντας να τον βεβαιώσει ότι η φιλία τους διατηρείται αλώβητη κι ότι παραμένει το ίδιο αγαπητός όσο και τότε που ήταν έμπιστος.
Και τέλος υπάρχουν φορές που προσερχόμαστε στην εξομολόγηση γιατί θέλουμε να ανανεώσουμε την εγγύτητα της σχέσης που έχει τραυματιστεί. Ας έχουμε κατά νου, ότι για να επανασυνδέσουμε τη φιλία μας χρειάζεται ν’ ανοίξουμε με ειλικρίνεια την καρδιά μας και να φανερώσουμε τις αστοχίες και τα λάθη που έχουν πληγώσει αυτή τη σχέση. Δεν χρειάζεται να καταφεύγουμε σε λίστες αμαρτιών, ούτε να ερευνούμε τα βιβλία για ν’ ανακαλύψουμε την αμαρτία μας. Αλλά μόνο να σκύψουμε μέσα μας και να εξετάσουμε τη συνείδησή μας.
Ας χρησιμοποιήσουμε απλούς τρόπους γι’ αυτού του είδους την αυτογνωσία. Τι ήταν αυτό που προτιμήσαμε στη θέση του Χριστού; Τι είναι αυτό που μας κράτησε σε αδράνεια, ώστε να παραμείνουμε χωρίς καρπό; Ας προσπαθήσουμε μέσα από τις γραμμές του Ευαγγελίου να επισημάνουμε όχι εκείνα που μας κρίνουν, αλλά τα λόγια που μιλούν στην καρδιά μας, όπως έγινε με τους μαθητές: “ουχί η καρδία ημών καιομένη ήν εν ημίν, ως ελάλει ημίν εν τη οδώ και ως διήνοιγεν ημίν τας γραφάς;” Ας ανακαλύψουμε κι εμείς τον λόγο που μας θερμαίνει την καρδιά, που αγγίζει τα βάθη της ύπαρξης και μας φέρνει σε κοινωνία με τον Κύριο. Αυτό είναι το κριτήριο. Στην πραγματικότητα δεν έχει τόση σημασία αν αθετήσαμε κάποιους κανόνες. Αυτό που μας ζημιώνει είναι, ότι απομακρυνόμαστε από την ευλογημένη κοινωνία της χάριτός Του.
Ας ερευνήσουμε λοιπόν από την αρχή, όχι με τη στείρα λογική της ενοχής, αλλά με απώτερο σκοπό να σταθμίσουμε πώς χάσαμε την εμπιστοσύνη και την αγάπη που προς στιγμήν γευθήκαμε. Ας θυμηθούμε εκείνα τα λόγια που πύρωσαν την καρδιά μας κι έδωσαν καθαρότητα στο λογισμό μας, που κίνησαν τη θέλησή μας στο αγαθό και έφεραν γαλήνη στα μέλη μας και τα μεταμόρφωσαν από σάρκινα σε σώμα ιερό: ιερό γιατί μέσα από το βάπτισμα ενωθήκαμε με τον σαρκωμένο Χριστό, μέσα από το Χρίσμα γίναμε δοχείο του Πνεύματος και με τα άχραντα μυστήρια γινόμαστε Σώμα Χριστού. Αυτή την εμπειρία ας μεταφέρουμε στην εξομολόγηση, μετανοώντας όχι για κάτι αφηρημένο, που βρίσκεται σε κάποια λίστα αμαρτιών, αλλά για κείνες τις επιλογές που διέρρηξαν τη φιλία και κοινωνία μας με τον Σωτήρα Χριστό.
Ζούμε συχνά μέσα στο ψέμα. Κατασκευάζουμε γύρω μας έναν κόσμο όπου μόνο ο θάνατος μπορεί να θριαμβεύσει. Αρνούμαστε τον πλησίον μας και κλείνουμε μόνοι μας το δρόμο που οδηγεί στη Βασιλεία του Θεού. Ζητούμε από τον Κύριο συγχώρεση αμαρτιών, αλλά δεν έχει νόημα να αναζητούμε μία τυπική άφεση. Πρέπει να διψούμε για αληθινή συμφιλίωση, στο πλαίσιο της οποίας θα αναθέσουμε στον Θεό την αναξιότητα και την απιστία μας – όχι μόνο προς Εκείνον αλλά και προς τον πλησίον, τον φίλο, τον γνωστό και συγγενή μας.
Ας έχουμε εμπιστοσύνη ότι μόνο η δική Του ακλόνητη φιλία μπορεί να μας παρακινήσει σε αλλαγή. “Εγώ και φίλος και μέλος και κεφαλή και αδελφός και αδελφή και μήτηρ. Πάντα εγώ. Μόνον οικείως έχε προς εμέ. Εγώ πένης διά σε και αλήτης διά σε, επί σταυρού διά σε, επί τάφου διά σε. Πάντα μοι συ και αδελφός και συγκληρονόμος και φίλος και μέλος. Τι πλέον θέλεις;” “Μπορείς ν’ ανταποκριθείς με λίγη εμπιστοσύνη; Δεν ζητώ ολοκληρωτική, άμεση αλλαγή. Αλλά πορεία βήμα προς βήμα. Θα σε στηρίξω, θα σε προστατεύσω, θα οδηγήσω τα βήματά σου – μόνον άλλαξε στάση. Κι όταν λάβεις συγχώρεση στο όνομά μου, μη σκεφτείς ότι το παρελθόν έχει πάψει να υπάρχει. Αλλά τότε μόνο θα έχεις απαλλαχτεί από τις πληγές, όταν γίνεις τόσο ξένος προς αυτές, ώστε να
μη τις λογαριάζεις πια για δικές σου”.
Όταν τα παλιά μας πάθη ζωντανεύουν ενώπιόν μας, καταλαβαίνουμε ότι δεν είναι δυνατόν μέσα σε μια στιγμήνα ελευθερωθούμε από το παρελθόν. Χρειάζεται χρόνο για να βαδίσουμε στο δρόμο της ελευθερίας. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο Χριστός μας αρνείται τη συγχώρεση. Η συγχώρεση του Θεού εκδηλώνεται μέσα από τη συμπάσχουσα αγάπη του, την αποδοχή και την διαρκή πρόνοιά Του που δεν επιτρέπει να οδηγηθούμε ανυπεράσπιστοι στον ίδιο πειρασμό. Έτσι, η συγχώρεση του Κυρίου, μπορεί να λύνει την αποξένωση, αλλά χρειάζεται επίπονος αγώνας και μετάνοια για να γίνουμε καινοί με τη χάρη Του. Η άφεση δεν σβήνει το παρελθόν. Το θεραπεύει μέσα από τη συνέργεια τη δική μας με τον Θεό.
Ας εμπιστευόμαστε, λοιπόν, καθημερινά τον λογισμό μας στον Θεό με ειλικρίνεια. Κι όταν προσερχόμαστε στην Εξομολόγηση, η ευχή της συγχωρήσεως θα έχει αληθινό, πραγματικό νόημα: την επανασυγκρότηση μιας φιλίας, που όσον αφορά τον Θεό παραμένει αναλλοίωτη, αλλά ως προς το δικό μας μέρος χρειάζεται να την επιδιώξουμε. Κι αυτή μας η πρόθεση πρέπει να στηρίζεται από αποφασιστικότητα, κι η αποφασιστικότητα από πράξη και καινότητα ζωής.
<>
Ο Γέροντας Εφραίμ της Αριζόνας (+2019) οδηγεί έναν ηλικιωμένο στην Θεία Εξομολόγηση
Αναφέρει ο Γέροντας Εφραίμ της Αριζόνας (+2019):
"Ήταν ένας παππούλης βαριά άρρωστος. Ήταν ανεξομολόγητος εντελώς στη ζωή του.
Μια μέρα ήρθε ο γιός του και με παρακάλεσε:
- Πάτερ, μπορείτε να έρθετε στο σπίτι μας, για τον άρρωστο πατέρα μου; Δεν θέλει να εξομολογηθεί!
- Θα έρθω του είπα και ό,τι ο Θεός ευδοκήσει.
Στο σπίτι λέει ο γιός στον πατέρα του:
- Πατέρα έφερα τον εξομολόγο! Να εξομολογηθείς πατέρα, γέρασες πιά!
- Όχι παιδί μου, του απάντησε εκείνος, δεν έχω κάνει τίποτα στη ζωή μου, Είμαι καθαρός! Είμαι καλός άνθρωπος!
Τότε πήρα το λόγο και είπα στον γέρο:
- Παππούλη εντάξει, μια ευχή μόνο να σε διαβάσω. Δεν θέλεις ούτε μια ευχή να σε διαβάσω;
- Εμ μια ευχούλα να με διαβάσετε, είπε εκείνος.
Φεύγει ο γιός με τρόπο και μας αφήνει μόνους μας. Κάθισα δίπλα στον παππούλη και τον ρώτησα διακριτικά:
- Παππούλη, μήπως όταν ήσουν παιδάκι, έκανες εκείνο, έκανες το άλλο;Τον ρωτούσα με διασκεδαστικό τρόπο και εκείνος με απαντούσε. Έτσι με την Χάρη του Θεού και χωρίς να το καταλάβει ο ίδιος, του έκανα μια γενική-καθαρή εξομολόγηση. Η ψυχή του, το κατάλαβε αυτό και τόσο πολύ ενθουσιάστηκε, που άρχισε να φωνάζει τον γιό του!
- Παιδί μου έλα μέσα, παιδί μου έλα μέσα...!
- Τί συμβαίνει πατέρα, τον ρώτησε ο γιός του.
- Εξομολογήθηκα παιδί μου και ξελάφρωσα τελείως! Σε ευχαριστώ παιδί μου, έλεγε συγκινημένος ο πατέρας.
Δεν πέρασαν αρκετές μέρες και ο παππούλης κοιμήθηκε...".
Πηγή:
<>
ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΜΕ ΚΑΡΔΙΑ ΣΥΝΤΕΤΡΙΜΜΕΝΗ
Ένας ευλαβής μοναχός, απ’ το βουνό του Ολύμπου, λεγόμενος Σωφρόνιος, ήρθε και μου διηγήθηκε κάποιο συμβάν, όμοιο μ’ εκείνο που είναι γραμμένο στο ιερό βιβλίο της Κλίμακος. Μας αφηγήθηκε δηλαδή, ότι στον Όλυμπο υπήρχε κάποιος Γέροντας πολύ ενάρετος, πραγματικά θεοφόρος, στον οποίο σύχναζαν πολλοί αδελφοί μοναχοί, για ν’ ακούσουν απ’ το άγιο στόμα του λόγους ψυχικής σωτηρίας.
Καθώς, λοιπόν, καθόταν οι αδελφοί και άκουγαν τον άγιο Γέροντα να τους ομιλεί πάνω σε θέματα ψυχωφελή, ήρθε και κάποιος λαϊκός, έβαλε μετάνοια στον Γέροντα και στάθηκε παράμερα. Όταν ο Γέροντας τον παρατήρησε προσεχτικά και τον ρώτησε για ποιό λόγο ήρθε κοντά του, εκείνος απάντησε: -΄Ηρθα να εξομολογηθώ τις αμαρτίες μου στην αγιωσύνη σου, άγιε Γέροντα. Ο Γέροντας τον ξαναρωτά:
-Θέλεις να τα εξομολογηθείς ιδιαιτέρως, τέκνον μου, στην μετριότητα μου, ή μπροστά σε όλους τους αδελφούς;
-Αν εσύ το θέλεις, τίμιε πάτερ, δεν διστάζω να εξομολογηθώ τα κρίματά μου μπροστά σε όλους τους αδελφούς.
-Τότε, του λέγει ο Γέροντας, λέγε, τέκνο μου, χωρίς να ντρέπεσαι καθόλου.
Άρχισε, λοιπόν, ο λαϊκός να λέγει όλα τ’ αμαρτήματά του, ακόμη κ’ εκείνα που δεν επιτρέπεται να φτάνουν στ’ αυτιά των ανθρώπων ή να γράφονται. Όταν τελείωσε λέγοντας τα πάντα, στάθηκε μπρος στο Γέροντα, με τα μάτια δακρυσμένα, το βλέμμα κατεβασμένο και την καρδιά συντετριμμένη.
Ο Γέροντας τον πρόσεχε επί αρκετή ώρα, και κάποια στιγμή του λέει:
-Θα ήθελες, τέκνον μου, να ντυθείς το άγιο σχήμα των μοναχών;
-Ω, ναι, πάτερ μου, το θέλω πάρα πολύ και στο σακκούλι μου έχω κιόλας τα καλογερικά ράσα.
Ο Γέροντας τον κατήχησε και, ύστερ’ από την ακολουθία της κούρας, τον έντυσε με το άγιο σχήμα των μοναχών. Μετά του λέει:
-Πορεύου τώρα εις ειρήνην, τέκνον, και από δω κ’ εμπρός προσπάθησε να μην ξαναπέσεις σε αμαρτία.
Τότε, πήρε συγχώρεση, έβαλε μετάνοια και αναχώρησε δοξάζοντας το Θεό.
Οι μοναχοί που παρακολούθησαν τα συμβάντα, έδειξαν την απορία τους και ρώτησαν αμέσως τον άγιο Γέροντα:
-Πώς γίνεται, τίμιε πάτερ, να εξομολογείται μπροστά μας τόσα πολλά, κ’ εσύ δεν του έδωκες ούτε τον παραμικρό κανόνα ή επιτίμιο;
-Ω αγαπημένα μου τέκνα, τους αποκρίνεται ο Γέροντας. Δεν εβλέπατε τον φοβερό και λαμπροφορεμένον άνδρα, που στεκόταν εδώ εμπρός μας, και του οποίου το πρόσωπο ήταν σαν αστραπή και τα ενδύματά του σαν το φως; Αυτός, λοιπόν, κρατούσε στο χέρι του ένα χαρτί, όπου ήταν γραμμένα τ’ αμαρτήματα του εξομολογουμένου· είχε ακόμη και μελάνι κ’ ένα κοντύλι από καλάμι. Και καθώς ο άνθρωπος αυτός εξομολογείτο στην αναξιότητά μου και μπροστά σας τ’ αμαρτήματά του, εκείνος τα έσβηνε με το καλάμι του. Αφού, λοιπόν, ο πολυεύσπλαχνος και πολυέλεος Θεός μας του τα συγχώρησε, ποιος είμ’ εγώ ο αμαρτωλός και ανάξιος, που θα του βάλω κανόνες και επιτίμια;
Σαν άκουσαν όλα τούτα οι μοναχοί, κυριεύθηκαν από φόβο για τα γενόμενα και τα λεγόμενα. Έβαλαν μετάνοια στον άγιο Γέροντα, ευχαριστώντας και δοξάζοντας την αγαθότητα και την φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Και, γεμάτοι από θαυμασμό και καταθαμπωμένοι από τα ξένα και παράδοξα έργα του πολυεύσπλαχνου Θεού, αναχώρησαν από το κελλί του άγιου Γέροντα.
<>
«ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ» ΧΩΡΙΣ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ: «ΜΙΑ ΕΥΧΗ ΓΙΑ ΝΑ ΚΟΙΝΩΝΗΣΩ»
1. Παρουσιάζονται κατά διαστήματα στους Πνευματικούς άνθρωποι μεγάλης συνήθως ηλικίας, σε σπάνιες περιπτώσεις στις πόλεις, αλλά πολύ συχνότερα στα χωριά και ζητούν να τους διαβάσουν (οι Εξομολόγοι) μια ευχή για να κοινωνήσουν. Είναι προφανώς προκατειλημμένοι από μακροχρόνια επικρατούσα συνήθεια, η οποία εμφανίζεται μάλιστα και ως «παράδοση»!
Από αμνημονεύτων χρόνων, και μάλλον από της τουρκοκρατίας, λόγω απαιδευσίας κλήρου και λαού, διέφυγε το στοιχείο της εξομολογήσεως από το μυστήριο της Μετανοίας και Εξομολογήσεως και ο λαός συνήθισε να «εξομολογείται» χωρίς να εξαγορεύει τα αμαρτήματά του, δηλ. στην ουσία χωρίς να εξομολογείται.
Προσέρχονταν στον Ιερέα και αυτός, χωρίς να τους συστήνει την εξομολόγηση, τους διάβαζε τη συγχωρητική ευχή, ή ατομικώς ή και ομαδικώς. Μετά κοινωνούσαν έχοντας προφανώς και ήρεμη τη συνείδησή τους!
Και επειδή οι άνθρωποι πάντοτε ρέπουν προς τα εύκολα, θέλουν δηλαδή λύση των προβλημάτων τους και στην προκειμένη περίπτωση των αμαρτημάτων τους, χωρίς μετάνοια και εξομολόγηση, χωρίς κόπο και θυσία, όσοι είναι αυτής της νοοτροπίας, συνεχίζουν την… «παράδοση»!
Αυτή η άγνοια και παρεξήγηση πρέπει να εκλείψει. Πρέπει να καταλάβουμε όλοι μας ότι, διάγοντες τον 21ον αιώνα, δεν είναι επιτρεπτό και τιμητικό οι Ιερείς να δέχονται και οι «πιστοί» να ζητούν εξομολόγηση χωρίς εξαγόρευση των αμαρτιών. Αυτός που θέλει να κοινωνήσει, πρέπει να υποδεχτεί τον Χριστό στο καθαρό «σαλόνι» της ψυχής του· και η κάθαρση της ψυχής, γίνεται με την εξομολόγηση.
Για να υποδεχτούμε στην ονομαστική μας γιορτή τους επισκέπτες μας, καθαρίζουμε μέρες το σπίτι μας και στολίζουμε ιδιαίτερα το σαλόνι μας. Εάν αυτά τα προσέχουμε για τους ανθρώπους, πώς θα υποδεχτούμε τον Χριστό με τη Θ. Κοινωνία στην καρδιά μας, χωρίς να την καθαρίσουμε από τις ποικίλες αμαρτίες που καθημερινά κάνουμε, χωρίς να εξομολογηθούμε; Γίνεται να βάλουμε τον επισκέπτη μας να καθίσει σε κάθισμα λερωμένο; Όταν δεν συμμετέχουμε σωστά στο μυστήριο της Μετανοίας – Εξομολογήσεως μοιάζει σαν να μη νοιώθουμε πού βάζουμε να «καθίσει» ο Χριστός.
Έκτος αυτών πρέπει να γνωρίζουμε ότι η εξαγόρευση των αμαρτιών μας είναι τελείως απαραίτητη για δύο βασικούς λόγους. Πρώτον, διότι (η εξαγόρευση) αποτελεί ένα από τα αισθητά σημεία του Μυστηρίου και χωρίς αυτό δεν υπάρχει Μυστήριο. Δεύτερον, διότι ο Εξομολόγος όταν διαβάζει τη σχετική ευχή μετά την εξομολόγηση του εξομολογουμένου, λέει ότι συγχωρούνται οι αμαρτίες που ήδη έχει πει ο εξομολογούμενος (και όχι αυτές που δεν είπε).
Επομένως, ποτέ ξανά να μη πει κανείς: «Μια ευχή για να κοινωνήσω». Αλλά όταν θέλω να κοινωνήσω προετοιμάζομαι για την εξομολόγησή μου με τη βοήθεια κάποιου βοηθήματος και πάω να εξομολογηθώ τις αμαρτίες μου μετανοιωμένος και αποφασισμένος να διορθωθώ.
Δεν εξομολογούμαι από φόβο ή από συνήθεια, ούτε για να φύγει το βάρος που έχω μέσα μου. Δεν εξομολογούμαι δύο – τρεις μόνο αμαρτίες για να αναπαύσω τη συνείδησή μου ή για να απαλλαγώ από τις ενοχές που με βαραίνουν.
Εξομολογούμαι γνωρίζοντας ότι, όποιες αμαρτίες μου αποκρύπτω ή «τις ξεχνώ», όποιες παρουσιάζω συγκεκαλυμμένες για να μη φανεί το μέγεθος ή το είδος της αμαρτίας μου και όποιες ωραιοποιώ από ντροπή, μένουν αθεράπευτες και οι πληγές των αμαρτιών μου με μολύνουν. Στη Θεία Κοινωνία που ακολουθεί, η Θεία χάρη μένει ανενέργητη, διότι ο Χριστός δεν αναπαύεται μέσα μου, επειδή είμαι «ακάθαρτος». ΕΞΟΜΟΛΟΓΟΥΜΑΙ διότι αμάρτησα· προς τον Θεό, προς τον πλησίον μου (τον οποιονδήποτε) και προς τον εαυτό μου.
Εξομολογούμαι διότι ανακαλύπτω και αναγνωρίζω ΟΛΕΣ τις αμαρτίες που έκανα, διότι μετανοιώνω γι’ αυτές και τις καταθέτω χωρίς ντροπή στον Πνευματικό μου. (Όσες τυχόν τις ξέχασα και τις θυμήθηκα καθυστερημένα τις σημειώνω, για να μη τις ξεχάσω πάλι και τις λέω στην επόμενη εξομολόγησή μου).
Εξομολογούμαι, διότι θέλω να λάβω τη συγχώρηση και την ευλογία του Θεού, ώστε να ζήσω από δω και μπρος, όπως θέλει ο Θεός εν μετάνοια και υπακοή στο νόμο Του.
<>
Ιούνιος 2019: Η μεταστροφή ενός φωτομοντέλου στη Θεία Εξομολόγηση μέτα από εμφάνιση της Παναγίας στην Μύκονο
Πως μπορείς να πλησιάσεις το συγκλονιστικό αυτό γεγονός σαν έκτακτο γεγονός και να μην φοβάσαι με την γραφή σου, μην τυχόν το αδικήσεις;
Αυτό το γεγονός έγινε αρχές του φετινού Ιούνιου (2019), μόλις έσφιξαν οι πρώτες ζέστες.
Μας δόθηκε η ευλογία από τον πνευματικό της κοπέλας που της συνέβη το παρακάτω …έκτακτο γεγονός, η οποία και το εξομολογήθηκε αμέσως στον ίδιο, διατηρώντας την ανωνυμία της….
(ήταν και η πρώτη εξομολόγηση της μετά από χρόνια)…
Σήμερα δίδεται προς δόξα του ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ.
Μια ομάδα νεαρών κοριτσιών από μια σχολή που ασχολείται με το μόντελινγκ ξεκίνησε από το λιμάνι του Πειραιά με τελικό προορισμό την Μύκονο, όπου και θα γινόταν επαγγελματική φωτογράφιση.
Τα παρακάτω όπως τα αφηγήθηκε η ίδια η κοπέλα…
Στο γρήγορο πλοίο της γραμμής όλα ήταν πανέμορφα.
Η θάλασσα, ο ήλιος , ο αέρας ήταν ξεχωριστές εικόνες για την κοριτσο-παρέα που σε λίγες ώρες θα αποβιβαζόταν στην μέκκα της διασκέδασης και του κεφιού.
Όμως το μάτι της συγκεκριμένης κοπέλας είχε καρφωθεί σε κάποιες οικογένειες προσκυνητών με μικρά παιδάκια, που όπως φαίνεται θα αποβιβαζόταν στον ενδιάμεσο λιμάνι της Τήνου για να προσκυνήσουν την ΜΕΓΑΛΟΧΑΡΗ.
Το μυαλό της πήγε μερικά χρόνια πίσω, όταν παιδούλα την πήρε η γιαγιά της για να προσκυνήσουν την Παναγία της Τήνου (την μεγάλωνε η ίδια η γιαγιά της γιατί οι γονείς της χώρισαν και την εγκατέλειψαν).
Όταν μάλιστα το πλοίο έπιασε ΤΗΝΟ και είδε το πάλλευκο καμπαναριό του Ιερού Ναού της Μεγαλόχαρης, σηκώθηκε έκανε τον Σταυρό της και ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλο της, ενθυμούμενη την καλή γιαγιά της που την έχασε πριν λίγα χρόνια.
Το πλοίο της γραμμής συνέχισε και η κοπέλα δεν άργησε να βρει το κέφι της μαζί με τις άλλες που έβγαζαν με τα κινητά τους τηλέφωνα selfies.
Σε λίγο βρισκόταν στην χώρα της Μυκόνου και μετά από λίγο στην ακτή, όπου θα γινόταν η επαγγελματική φωτογράφιση.
Έφτασε το απόγευμα και ο ήλιος έκαιγε.
Τότε σκέφτηκαν μετά το τέλος της φωτογράφισης να δροσιστούν στην θάλασσα.
Η ίδια η κοπέλα αποτραβήχτηκε στην απόμερη άκρη της αμμουδιάς για να κάνει ηλιοθεραπεία εντελώς γυμνή.
Η ζέστη ήταν ανυπόφορη και η ίδια η κοπέλα κατόπτευε τον χώρο για να μην έχει καμία ενοχλητική παρουσία.
Ξαφνικά και από το πουθενά ερχόταν προς το μέρος της μια μαυροφόρα με τσεμπέρι (αυτά που φορούσαν οι παλιές νησιώτισσες).
Ντράπηκε η κοπέλα και έριξε ένα ρούχο πάνω της.
Όλο και πλησίαζε προς αυτήν η φιγούρα της μαυροφορεμένης γυναίκας, που η θωριά της δημιουργούσε στην κοπέλα μια πρωτόγνωρη ειρήνη.
Πλέον βρισκόταν δίπλα της και άρχισε να της μιλάει και να της λέει ….
Η κοπέλα ανασηκώθηκε, ένα αίσθημα ντροπής που έφτανε στο σημείο του φόβου την κατακυρίευσε, ενώ άκουγε από τα χείλη της άγνωστης γερόντισσας με το πανέμορφο σιτόχρωμο πρόσωπο…
«- Γιατί είσαι γυμνή; δεν σου είπαν ότι τον ΥΙΟ Μου τον ξεγύμνωσαν πάνω στον ΣΤΑΥΡΟ για να σώσει εσένα και όλο τον κόσμο;»
«- Γιατί είσαι θεόγυμνη σαν την Ελλάδα που την ξεγύμνωσαν οι εχθροί μου;»
«- Γιατί δεν βλέπετε τους εχθρούς που έρχονται κατευθείαν επάνω σας ;»
«- Η Ελλάδα και εσύ θα σωθείτε αν φορέσετε την ΜΕΤΑΝΟΙΑ…»
Στα απότομα και κοφτά λόγια της μαυροφόρας, η κοπέλα δεν μπορούσε να αντι – πεί απολύτως τίποτε.
Μόνο ψέλλισε δειλά…
-Είστε από το νησί ;
Η γερόντισσα έγνεψε αρνητικά την Κεφαλή της και της είπε :
«- Μένω στο απέναντι νησί»
και της έδειξε την ΤΗΝΟ….
Και μετά απ’ αυτό, εξαφανίστηκε από κοντά της, αφήνοντας την κοπέλα άναυδη, να σταυροκοπιέται και να λέει από φόβο «ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΟΥ»…
Δεν μπορεί καλοί μου αδελφοί να γίνονται τόσα πολλά θεοσημεία στην Ελληνική επικράτεια και εμείς να μένουνε απαθείς στο σχέδιο της Σωτηρίας, που εκπόνησε για εμάς ο ΑΓΙΟΣ ΘΕΟΣ…
Προσωπικά εδώ και μια δεκαετία βρισκόμαστε επί των επάλξεων της αρθρογραφίας, γνωρίζοντας από παλαιά και από τους αγίους πατέρες τι έρχεται…
Στώμεν καλώς
Δρ. Κωνσταντίνος Βαρδάκας
ΥΓ. Προσπάθησα να σας το μεταφέρω το γεγονός αυτό με τον πτωχό λόγου μου, τα συμπεράσματα είναι καθαρά δικά σας.
Πηγή:
<>
Μπορεί κανείς να σωθεί χωρίς Πνευματικό και Εξομολόγηση;
Άγιος Γέροντας Κλεόπα Ηλίε της Ρουμανίας (+1998)
Όχι. Κανείς δεν μπορεί να σωθεί, ούτε λαϊκοί ούτε μοναχοί ούτε κληρικοί, χωρίς την εξομολόγηση των αμαρτιών και χωρίς τη λύση από τον πνευματικό, κατά τον λόγο του Κυρίου που λέει: «λάβετε Πνεύμα Άγιον. Αν τινών αφήτε τας αμαρτίας, αφίενται αυτοίς. Αν τινών κρατήτε, κεκράτηνται» (Ιω. 20, 23). Και σε άλλο χωρίο: «όσα εάν δήσητε επί της γης, έσται δεδεμένα εν τω ουρανώ. Και όσα εάν λύσητε επί της γης, έσται λελυμένα εν τω ουρανώ» (Ματθ. 18, 18).
Επομένως, πώς θα μπει κανείς στη βασιλεία των ουρανών, μη όντας λελυμένος στη γη από τις αμαρτίες του; Διότι η εξουσία αυτή δόθηκε μόνο στους εκλεκτούς, δηλαδή στους Αποστόλους, στους Επισκόπους και στους Ιερείς, και όχι στους λαϊκούς.
Πρέπει όλοι να έχουμε τους πνευματικούς μας και να εξομολογούμεθα τακτικά, ακόμα και εκείνοι οι οποίοι νομίζουν ότι δεν έχουν αμαρτίες. Ετσι μας διδάσκει ο άγιος Απόστολος και Ευαγγελιστής Ιωάννης: «εάν είπωμεν οτι αμαρτίαν ουκ έχομεν, εαυτούς πλανώμεν και η αλήθεια ουκ έστιν εν ημίν. εάν ομολογώμεν τας αμαρτίας ημών, πιστός έστι και δίκαιος, ίνα αφή ημίν τας αμαρτίας και καθαρίση ημάς από πάσης αδικίας» (Α’ Ίω. 1, 8-9).Και ο άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης δείχνει λέγοντας: «Όλοι πρέπει να μετανοήσουμε, και λαϊκοί και μοναχοί και ιερείς και αρχιερείς.
Να μετανοήσουμε όλοι (να εξομολογηθούμε), για να σωθούμε». Χωρίς εξομολόγηση, κανείς δεν μπορεί να σωθεί, επειδή «πολλά γαρ πταίομεν άπαντες» (Ιακώβου 3, 2). Πας άνθρωπος συλλαμβάνεται και γεννιέται με αμαρτίες (Γεν. 8, 21˙ Ψαλ. 50, 6˙ Ματθ. 7, 11˙ Ρωμ. 3, 11).
Η Αγία Γραφή μας δείχνει ότι «η δε αμαρτία γεννά τον θάνατον» (Ιακ. 1, 15) και ότι «τίποτα ακάθαρτο δεν θα εισέλθει στη βασιλεία των ουρανών». Να ενθυμούμαστε ότι «αμαρτία είναι η καταπάτηση του νόμου του Θεού και ακαθαρσία ενώπιον Του», και ότι η οργή του Κυρίου έρχεται πάνω στους κακούς και αμαρτωλούς, οι οποίοι πεθαίνουν ανεξομολόγητοι και χωρίς μετάνοια. Οι αμαρτωλοί, δι’ εξομολογήσεως και μετανοίας, στρέφουν την δίκαιη οργή του Θεού και αποκτούν την σωτηρία, των ψυχών τους.
<>
ΠΡΩΤΑ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ Η ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΚΑΙ ΕΠΕΙΤΑ Η ΘΕΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός:
«Ο ανεξομολόγητος άνθρωπος είναι όμοιος με έναν αβάπτιστον και είναι αδύνατον να σωθή. Καί ανίσως ένας όπου απέθανεν εάν μεν και επρόφθασε να εξομολογηθή και ας μη κοινώνησεν είναι ελπίδα εις αυτόν. Εάν δε και δεν εξομολογηθή, ας κοινωνήσει όσες φορές θέλει, τίποτες δεν ωφελείται, μάλιστα βλάπτεται, επειδή και κοινωνεί ανάξια και αλλοίμονον εις αυτόν. Πρώτον πρέπει να γίνεται η εξομολόγησις, έπειτα η Αγία Κοινωνία. Πρώτον να πλύνωμε και να καθαρίσωμεν το αγγείον και ύστερα να βάλωμεν το πολύτιμον πράγμα μέσα».
Μού έλεγε ο Παππούλης Άγιος Πορφύριος:
«Όσο πιο μακριά από το Θεό είναι ο άνθρωπος, τόσο πιο πολύ στενοχωριέται και ταλαιπωρείται από διάφορα πράγματα. Πρέπει να πηγαίνουμε στον πνευματικό μας όταν έχουμε κάτι που μας βασανίζει».
«Να εξομολογείσαι τακτικά και καλά, γιατί και Πατριάρχης να είσαι, αν δεν εξομολογείσαι, δεν σώζεσαι», μου είπε μια άλλη φορά.
Έλεγε ως, με το μυστήριο της Εξομολογήσεως ο,τι είναι πεσμένο χάμω ανορθώνεται. Μας είπε κάποτε τη συγκινητική περίπτωση ενός μοναχού, ο οποίος είχε πάει μικρός στο Άγιο Όρος και είχε πολλά χαρίσματα, που τον έκαμναν να νιώθει ότι ζούσε μέσα στον παράδεισο.
Μιά ημέρα δεν έκανε υπακοή σε κάτι, που του είπε ο Γέροντάς του, και του έφυγε τότε όλη αυτή η χαριτωμένη κατάσταση. Όταν γύρισε ο Γέροντάς του κι έκανε εξομολόγηση και διαβάστηκε η συγχωρητική ευχή, αμέσως επανήλθε η κατάσταση εκείνη της χάριτος, την οποία είχε απολέσει.
Ο Γέρων Πορφύριος τόνιζε πάντοτε ότι, όταν είμαστε μέσα στην...
Εκκλησία, όταν συμμετέχουμε στα Μυστήρια της Εκκλησίας, είμαστε μέσα στον παράδεισο. Καί ότι, όσο πιο πολύ συμμετέχουμε στα Μυστήρια, τόσο πιο πολύ είμαστε στην αιώνια ζωή. Γι’ αυτό και πάντοτε μας θύμιζε τη ρήση του Κυρίου μας:
«Ο πιστεύων εις τον Υιόν έχει ζωήν αιώνιον».
Άγιος Πορφύριος
<>
Υπάρχουν τρεις κατηγορίες ανθρώπων πού πάνε να εξομολογηθούν
Υπάρχουν τρεις κατηγορίες ανθρώπων πού πάνε να εξομολογηθούν:
Η πρώτη κατηγορία, περιλαμβάνει αυτούς πού πάνε για πρώτη και τελευταία φορά, χωρίς απόφαση μετανοίας και βρίσκονται στο εξομολογητήριο από περιέργεια. Μετά οί περισσότεροι χάνονται.
Σπάνια μπορεί κάποιοι απ’ αυτούς, καλοπροαίρετοι, να προστρέξουν ξανά στο ευλογημένο Μυστήριο. Εδώ σ’ αυτές τις ψυχές δεν υπάρχει μετάνοια, αλλά διακρίνεις περιέργεια, αμφιβολίες πολλές και αινιγματικά χαμόγελα. Πολλές φορές αυτοί με ερωτήσεις αδιάκριτες, προσπαθούν να εξομολογήσουν τον Πνευματικό και όλα τα κρίνουν με τον «επάρατο» ορθολογισμό. Αν θελήσει να τους βοηθήσει λίγο ο Πνευματικός με καμιά ερώτηση, διακριτικά βέβαια, για να βγουν τα φίδια (αμαρτίες) από την ψυχή τους, οι περισσότεροι δεν απαντούν με ειλικρίνεια και συνήθως μετέπειτα τον κατηγορούν, ότι δήθεν τους σκανδάλισε με κάποιες ερωτήσεις πού τους έκανε. «Προφάσεις εν αμαρτίαις». Σημειώνουμε ότι ό Πνευματικός ρωτάει όταν υπάρχει διστακτικότητα και δεν μιλάν οι εξομολογούμενοι και το κάνει αυτό από αγάπη και πόνο στις ψυχές. Ή τέτοιου είδους εξομολόγηση είναι για τον Πνευματικό πολύ επίπονη και κουραστική. Ρωτάμε: Μπορούν αυτές οι ψυχές να ελευθερωθούν και να σωθούν με τέτοια πίστη και με τέτοια στάση έναντι του Θεού, του Μυστηρίου και του Πνευματικού τους Πατέρα;
Η δεύτερη κατηγορία ανθρώπων. Αυτοί οί αδελφοί πάνε και εξομολογούνται πιο συχνά, έχουν μεγαλύτερη συναίσθηση του Μυστηρίου από τους εξομολογουμένους της πρώτης κατηγορίας. Όμως, αυτοί το κάνουν για να περνούν καλά εδώ σ’ αυτή τη γη και να μην έχουν πειρασμούς. Ή πίστη τους κλονίζεται εύκολα και δεν έχουν συνειδητοποιήσει τί γίνεται στον Ουρανό. Τι έλεγε όμως ό Αββάς; «έπαρον τους πειρασμούς και ουδείς ό σωζόμενος». Αυτοί συνήθως δουλεύουν σε δυο κυρίους, λίγο στο Χριστό και πιο πολύ στον κοσμοκράτορα σατάν. Αν και ευεργετήθηκαν από την εξομολόγηση και το Χριστό πάρα πολύ, τρέχουν στο Μυστήριο ιδίως, όταν τους πάνε, όπως λένε, «όλα ανάποδα». Συνήθως στις εξομολογήσεις τους λένε για τους άλλους και τί τους έκαναν οί άλλοι και πολύ λίγο για τον εαυτό τους. Αν τους πει κάτι ό Πνευματικός πού δεν είναι της αρεσκείας τους και δεν θα ήθελαν να το ακούσουν, αντιδρούν και σκυθρωπούν, σε σημείο να κρατούν και κακία ή να σκέφτονται να φύγουν. Θέλουν το λόγο να τον έχουν αυτοί, να επιβάλλουν την άποψη τους και τότε ηρεμούν. Τι έλεγε όμως ό Αββάς; «άκουε μονάς Πατρός σου νουθεσίας ποιου προς αυτόν ταπεινάς αποκρίσεις και λέγε τους λογισμούς σου ώς τω Θεώ». Ας είναι ευλογημένοι οι υπάκουοι.
Επιθυμία τους είναι να αναπαύουν πάντα τον εαυτό τους, χωρίς να έχουν διάθεση θυσίας. Συνήθως είναι θυμώδεις, φιλάργυροι και ανελεήμονες προς τους άλλους. Αρέσκονται να προστρέχουν σε διάφορα προσκυνήματα – καλό είναι βέβαια, αλλά συνήθως δεν υπάρχει και σ’ αυτό καθαρότητα και καλή προαίρεση. Έχουν περιέργεια, είναι σπάταλοι για την οικογένεια και τον εαυτό τους, δεν είναι ολιγαρκείς, κάνουν κακούς λογισμούς και τους καλλιεργούν, τρέχουν ν’ ακούσουν και να δουν διαφόρους Γεροντάδες και το χειρότερο δεν τρέφουν Ιδιαίτερη αγάπη και εκτίμηση στον Πνευματικό τους. Πολλές φορές του καταλογίζουν και πολλές παραξενιές και αν τους δοθεί ευκαιρία, μπορεί εύκολα να τον αλλάξουν, επειδή δήθεν είναι αυστηρός, χωρίς άλλη αιτία. Τους αρέσει να εμμένουν στα πάθη τους.
Λένε πολλά λόγια και έχουν λίγες καλές πράξεις. Με επιμέλεια προσέχουν μην τυχόν και χάσουν χρόνο και χρήμα για τον συνάνθρωπο τους και θιγεί το «εγώ» τους. Όπως βλέπουμε και σ’ αυτή την περίπτωση των εξομολογουμένων δεν υπάρχει Μετάνοια, αλλά αχαριστία, φιλαυτία, εγωισμός, κενοδοξία, υποκρισία, Φαρισαϊσμός και ανυπακοή. Ρωτούν τον Πνευματικό για κάποιες υποθέσεις τους «χάριν υπακοής», αλλά πάντα κάνουν το δικό τους, για το όποιο έχουν ήδη προαποφασίσει. Αν κάποιοι κοσμικοί άνθρωποι, πού είναι άγευστοι της πνευματικής ζωής τους πούνε να πάνε για το «καλό» δήθεν σε μέντιουμ, χαρτορίχτρες, καφετζούδες και αγύρτες, είναι έτοιμοι κι’ αυτό να το κάνουν. Η θρησκοληψία είναι αρρώστια.
Δρουν και κινούνται πάντα στο θέλημά τους και δεν υποτάσσονται στο θέλημα του Θεού. Ρωτούμε: Έτσι μπορεί να κάνη Καρπούς του Αγίου Πνεύματος ή ψυχή; (Γαλατάς Ε’, 22). Ό Χριστός μας τονίζει με έμφαση: «Ουδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν ή γαρ τον ένα μισήσει και τον έτερον αγαπήσει, ή ενός ανθέξεται και του ετέρου καταφρονήσει, ου δύνασθε Θεώ δουλεύειν και μαμωνά». (Ματθαίον ΣΤ’, 24). Ό Θεός να μας φυλάγει απ’ αυτήν την κατάσταση.
Η τρίτη κατηγορία και ή πιο ευλογημένη. Όσοι πιστοί ανήκουν στην κατηγορία αυτή, αντελήφθησαν τί γίνεται με την αιωνιότητα και πήραν για καλά το δρόμο της Σωτηρίας. Εξομολογούνται με ειλικρινή μετάνοια, συντριβή και πολύ καθαρά, κάνουν φιλότιμη υπακοή, υπέταξαν το θέλημα τους, στο θέλημα του Θεού δια μέσω του Πνευματικού. Βάζουν κάθε μέρα αρχή μετανοίας, σπεύδουν συχνά στο Μυστήριο και επικοινωνούν με τον Πνευματικό για σοβαρά θέματα. Προσπαθούν να μην τον κουράζουν άσκοπα, αντίθετα τον συμπαραστέκονται ποικιλότροπα στο έργο της δύσκολης ποιμαντικής του διακονίας. Δεν είναι αδιάφοροι, προσεύχονται γι’ αυτόν και για όλο τον κόσμο. Πολεμούν, τους κακούς λογισμούς με την ευχή: «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησαν με». Δεν κατηγορούν τους συνανθρώπους τους, αλλά πολύ περισσότερο δεν κατηγορούν και δεν συκοφαντούν τον εξομολόγο τους, ό οποίος γίνεται γέφυρα για τη Σωτηρία τους. Καταλαβαίνουν ότι αναλώνει το χρόνο και τη ζωή του γι’ αυτούς χωρίς να έχει προσωπικό κέρδος και συμφέρον. Ακόμη δεν αφήνουν ούτε ένα λογισμό κακό να πέραση από την διάνοια τους για τον Πνευματικό τους Πατέρα και Οδηγό. Μισούν την αμαρτία. Δεν παρεξηγούνται με ότι και αν τους πει, με ότι και αν τους ρωτήσει, έστω και να τους μαλώσει προς διόρθωση, γιατί νοιώθουν ότι το κάνη από αγάπη για τη λύτρωση τους. Γνωρίζουν οι ψυχές αυτές, με τη φώτιση πού τους έχει δώσει το Άγιο Πνεύμα, λόγω της ταπεινώσεως και της υπακοής πού έχουν, ότι ό Πνευματικός έχει εμπειρία από τις παγίδες πού στήνει στους ανθρώπους ό διάβολος και ό κόσμος. Έτσι μ’ αυτό τον τρόπο προφυλάγει τις ψυχές τους από τις αμαρτίες και τον αιώνιο θάνατο. Τους οδηγεί σε Αγγελική πολιτεία.
Είναι ελεήμονες, δεν υπολογίζουν χρήμα, χρόνο, κόπο και μόχθο, γιατί πιστεύουν ότι ό Θεός τους ενισχύει και τους ελεεί και ότι από Αυτόν προέρχεται «παν δώρημα τέλειον». Αυτοί οι άνθρωποι φτωχοί να είναι, λίγα να έχουν, θα κάνουν και ελεημοσύνες. Τέλος έχουν μνήμη θανάτου, ζουν στη γη και πολιτεύονται στον Ουρανό, είναι έτοιμοι ακόμη και για μαρτύριο, προς χάριν της Αγίας Πίστεώς μας και της αγάπης προς τον Χριστό, να πάνε. Πώς λοιπόν να μην αναπεύεται ή Αγία Τριάδα αλλά και ό Πνευματικός εξομολόγος μ’ αυτές τις ψυχές; Γι’ αυτό βλέπουμε αυτούς τους ανθρώπους να ανεβαίνουν πνευματικά την Ουρανοδρόμα κλίμακα των αρετών με διάκριση και ταπείνωση. «Δεύτε και αναβώμεν εις το όρος του Θεού ημών».
Ας προσευχηθούμε και ας αγωνισθούμε αδελφοί μου να ενταχθούμε στην τρίτη κατηγορία, γιατί μόνον έτσι θα αξιωθούμε να δούμε Πρόσωπον Θεού και να περάσουμε «εν ειρήνη» και αθόρυβα απ’ αυτήν την γη, την πρόσκαιρη πατρίδα μας, αλλά κυρίως να μας συμπεριλάβει ό Πανάγαθος Κύριος μας στους σεσωσμένους της Ουρανίου ζωής μεταξύ των Αγίων Του, «ένθα ουκ εστί πόνος, ου λύπη, ου στεναγμός αλλά ζωή ατελεύτητος» Αμήν.
«Οι άνθρωποι πού αλλάζουν Πνευματικό Οδηγό χωρίς σοβαρό λόγο, δεν κάνουν καρπούς άξιους της μετανοίας» (Ματθ. 3, 8)
«Στις πονηρές ημέρες μας, ή ευσέβεια, ή ευλάβεια, ή αφιλαργυρία, ό φόβος τον Θεού, ή αγάπη και ό πόνος για τις ψυχές, θεωρούνται από τους ανθρώπους του κόσμου τούτου ως παραξενιά». Δεν σας θυμίζει λίγο αυτό το πνεύμα του κόσμου, πού επικρατεί στις ημέρες μας, τα χρόνια του Προφήτου Νώε;
Ό Χριστός μας υπενθυμίζει: «Γίνου πιστός άχρι θανάτου και δώσω σοι το στέφανον της ζωής» (Αποκάλυψις 2, 10).
«Όπου Μοναστήρι κι’ Εκκλησία, εκεί δεν υπάρχει φυλακή»
«Οι αιρετικοί οργανώνονται και κάνουν τεράστιες αίθουσες, εμείς οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί, δεν πρέπει να Οργανωθούμε;»
Έκδοση: Ιερού Ησυχαστηρίου Αγίου Αθανασίου και Αγίας Ακυλίνης
<>
Ο π. Αγαθάγγελος Μιχαηλίδης εξομολογούσε με πυρετό 40 βαθμούς σώζοντας μία γυναίκα από την αυτοκτονία
«Κάποτε ὁ π. Ἀγαθάγγελος Μιχαηλίδης (1908-1991) ἦταν στό κρεββάτι. Μέ πυρετό 39-40 βαθμούς. Καί ἐξομολογοῦσε. Ἕνας κληρικός φίλος του μάταια προσπαθοῦσε νά πείση τόν π. Ἀγαθάγγελο νά σταματήση· καί τόν κόσμο, πού περίμενε τή σειρά του, νά φύγη.
—Γιά τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ! Καίγεται στόν πυρετό!
Πολλοί ἔφυγαν. Μιά γυναῖκα ἐπέμενε. Καί παρότι ὁ φίλος κληρικός εἶχε πιά πεισμώσει καί τοῦ ζητοῦσε ἐπιτακτικά νά μήν τή δεχθῆ, ὁ π. Ἀγαθάγγελος τή δέχθηκε. Καί ὅταν τελείωσε, τοῦ εἶπε:
—Ἄν δέν τήν ἄφηνες νά ἔλθη νά ἐξομολογηθῆ, θά τήν εἶχες πάρει στό λαιμό σου: Πήγαινε κατ’ εὐθεῖαν γιά αὐτοκτονία!
Καί τοῦ ἔδειξε ἕνα μπουκαλάκι γεμᾶτο δηλητήριο, τό ὁποῖο τοῦ τό εἶχε παραδώσει. Ἡ ἐξομολόγησι τήν ἔσωσε».
Ἀπό τό βιβλίο:
Ἀρχιμ. Ἰωάννου Κωστώφ
Ἡ Εξομολόγηση - Μετάνοια: Τό Ἀντικλείδι τοῦ Παραδείσου
ἐκδ. Ἅγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός
Ἀθήνα 2012
<>
Γιατί είναι αναγκαία η εξομολόγηση
Άγιος Νεκτάριος της Αίγινας
Η εξομολόγηση είναι αναγκαία για τους εξής λόγους:
α) διότι είναι εντολή του Θεού,
β) διότι επαναφέρει και αποκαθιστά την ειρήνη μεταξύ Θεού και ανθρώπων, και
γ) διότι ωφελεί τον άνθρωπο από ηθική και πνευματική άποψη.
Το ότι η εξομολόγηση είναι θεία εντολή φαίνεται από τις Άγιες Γραφές, την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη.
Εξ ονόματος του Θεού ο Μωυσής λέει στους Ισραηλίτες : «Όποιος άνθρωπος, άνδρας ή γυναίκα υπέπεσε σε κάποια από τα αμαρτήματα των ανθρώπων και παραμελώντας αδιαφόρησε γι’ αυτό, πρέπει να εξομολογηθεί την αμαρτία την οποία διέπραξε» ( Αρ. ε΄6-7 ).
Και πάλι: «Εάν η ψυχή αμαρτήσει… και εξαγορευτεί την αμαρτία, ανάλογα δε με το φταίξιμο να ορίσει τιμή και να αποδώσει το κεφάλαιο, δηλαδή το επιτίμιο, προσθέτοντας τον τόκο σε αυτό, να φέρει στον Κύριο ένα κριάρι» (Λευιτ. ε΄ 26).
Στις Παροιμίες του Σολομώντος, αναφέρεται: «Αυτός που καλύπτει την ασέβεια του εαυτού του, δεν βρίσκεται σε καλό δρόμο. Αυτός όμως που έχει ως αρχή να ελέγχει τον εαυτό του, θα αγαπηθεί» (κη΄13).
Όλοι οι προφήτες και ιδιαίτερα ο Δαβίδ, συστήνουν την εξομολόγηση, αφού τη μετάνοια ακολουθεί η εξομολόγηση. Έτσι, αυτοί που προσέρχονταν στον Ιορδάνη, στον Κήρυκα της Μετανοίας, τον βαπτιστή Ιωάννη, προηγουμένως εξομολογούνταν τις αμαρτίες τους.
Ας δούμε τους λόγους του Ευαγγελιστή: «Τότε προσέρχονταν σ’ αυτόν από τα Ιεροσόλυμα, από όλη την Ιουδαία, καθώς και από όλα τα περίχωρα του Ιορδάνου, και βαπτίζονταν στον ποταμό Ιορδάνη από τον Ιωάννη τον Βαπτιστή, εξομολογούμενοι τις αμαρτίες τους» (Ματθ. γ΄6).
Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι η εξομολόγηση είναι θεία εντολή και ως τέτοια πρέπει να τηρείται, για τη σωτηρία των μετανοουμένων. Αυτή η εντολή έλαβε πρόσθετο κύρος στην Καινή Διαθήκη. Η εξομολόγηση έγινε η θύρα της εισόδου στον Χριστιανισμό και αυτό φανερώνεται επαρκώς από την εξομολόγηση των βαπτιζομένων στον Ιορδάνη από τον Ιωάννη, του οποίου το βάπτισμα ήταν προεισαγωγή στον Χριστιανισμό, γιατί έλεγε:
«Εγώ μεν σας βαπτίζω με νερό, σε βάπτισμα μετανοίας. Αυτός όμως; Που έρχεται μετά από μένα είναι ισχυρότερός μου και δεν είμαι ικανός ούτε τα υποδήματά Του να κρατήσω. Αυτός θα σας βαπτίσει με το πνεύμα το Άγιο και το πυρ της θείας Χάριτος» (Μτ. γ΄ 11).
Αυτό μαρτυρείται επίσης και από τις Πράξεις των Αποστόλων ∙ γιατί διηγούμενος ο απόστολος Λουκάς τα σχετικά με την προσέλευση των Εφεσίων στον Χριστιανισμό, λέει ότι έρχονταν με σκοπό να εξομολογηθούν τις πράξεις τους και μάλιστα με πολύ θάρρος.
Ιδού τα λόγια του αποστόλου: «Πολλοί τε τῶν πεπιστευκότων ἤρχοντο ἐξομολογούμενοι καὶ ἀναγγέλλοντες τὰς πράξεις αὐτῶν.» ( Πράξ. ιθ΄ 18 ). Η προσευχή «Πάτερ ημών» είναι ένα είδος συνεχούς και καθημερινής εξομολογήσεως∙ η αίτηση για άφεση των αμαρτιών μας είναι ομολογία των αμαρτιών μας.
Την εξομολόγηση συνιστά και ο απόστολος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος λέγοντας: «Να εξομολογείστε τα παραπτώματα σας ο ένας στον άλλον και να εύχεσθε υπέρ των άλλων, για να γιατρευθείτε, γιατί έχει μεγάλη δύναμη η δέηση του δικαίου και φέρνει θαυμαστά αποτελέσματα» (Ιακ. ε΄ 16).
Ο δε ευαγγελιστής Ιωάννης συμβουλεύει: «Εάν ομολογούμε τις πράξεις μας, ο Θεός είναι πιστός στον λόγο Του ∙ θα μας συγχωρήσει και θα μας καθαρίσει από κάθε αδικία» (Α΄ Ιω., α΄ 9).
Η εξομολόγηση ως αρχαίο έθιμο της Εκκλησίας αναφέρεται από τον Ειρηναίο (Κατά Αιρέσεων Α΄ 13), από τον Τερτυλλιανό (De poenitenciae 2, 4 , 9, 10), από τον Κλήμεντα τον Αλεξανδρέα (Στρωματείς Β΄12), από τον Ωριγένη (ομιλία στο Λευιτικό Β΄ 4) και από τον Κυπριανό (στην Επιστολή LVLIX).
Οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν την εξομολόγηση αναγκαία και ωφέλιμη, γιατί αυτοί που εισάγονταν στα Μυστήρια της Ελευσίνας και της Σαμοθράκης, προηγουμένως εξομολογούνταν τις αμαρτίες τους ( Πλουτάρχου, Αποφθέγματα).
Ο δε Σωκράτης συνιστούσε την εξομολόγηση ως σωτήρια πράξη : «Εάν κάποιος με αδικήσει, να είναι πρόθυμος να πάει εκεί που γρήγορα θα αποδώσει το δίκαιο∙ να σπεύσει στον γιατρό, ώστε να μην γίνει χρόνιο το νόσημα της αδικίας και εξασθενήσει ύπουλα την ψυχή, καθιστώντας την ανίατη» (Πλάτωνος, Γοργίας)…
… Η εξομολόγηση πράγματι είναι θεία εντολή, διότι είναι υπαγόρευση της καρδιάς. Αυτός που αμάρτησε αισθάνεται βαριά την καρδιά του και δεν βρίσκει ανακούφιση αν δεν εξομολογηθεί το αμάρτημά του, αν δεν το ομολογήσει ενώπιον του Θεού. Η Αγία Γραφή αναφέρει ένα αρχαιότατο παράδειγμα, την εξομολόγηση του Λάμεχ, ο οποίος εξομολογήθηκε συντετριμμένος, εμπρός στις γυναίκες του, διότι εφόνευσε έναν άνδρα…
… Αυτός που δεν εξαγορεύτηκε τις αμαρτίες του δεν βρίσκει ποτέ ανάπαυση, γιατί ποτέ δεν εξοικειώθηκε με τον Θεό. Αυτός που δεν εξομολογείται τις αμαρτίες του βρίσκεται διαρκώς κάτω από το βάρος της ενοχής και μακριά από τον Θεό, γι’ αυτό και η ψυχή του θλίβεται και πονάει.
Η ανώμαλη ηθική κατάσταση που επικρατεί στον αμαρτωλό, ο αδιάκοπος έλεγχος που προξενείται από την συναίσθηση της ψυχής που αναγνωρίζει την αμαρτία της και ζητάει ανακούφιση. Η ψυχή αναζητάει την εξομολόγηση, γιατί γνωρίζει τη θεία εντολή ∙ γιατί κατάλαβε ότι αυτή είναι το μόνο μέσον συμφιλιώσεως και συνδιαλλαγής με τον Θεό, τον οποίο συναισθάνεται ότι εξόργισε και επιζητεί να Τον ευχαριστήσει για να μην την αποστραφεί, αλλά να γίνει ελεήμων σε αυτήν και να της συγχωρήσει τις αμαρτίες.
Όπως η εξομολόγηση είναι εσωτερική ορμή, έτσι και η καταλλαγή με τον Θεό είναι εσωτερική προτροπή που υποκινεί προς αυτόν τον σκοπό, γιατί η ψυχή συναισθάνεται ότι αμάρτησε προς τον Θεό και οφείλει να προσεγγίσει τη θεία αγάπη για να θεραπευτεί.
Η Εκκλησία είναι η μόνη που έλαβε την εξουσία να συμφιλιώσει τον άνθρωπο με τον θεό και να επιφέρει τη θεραπεία. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο εκείνος που αμάρτησε πρέπει να προστρέξει στην Εκκλησία. Μόνο αυτή έχει τη δύναμη να τον συμφιλιώσει με τον Θεό.
Από το βιβλίο: «Περί επιμελείας ψυχής ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΠΕΝΤΑΠΟΛΕΩΣ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΘΩΣ
<>
Συχνή συμμετοχή στην Θεία Κοινωνία μετά από Εξομολόγηση και την άδεια του Πνευματικού μας
Στην Αποκάλυψη του Ιωάννη ο Χριστός παρουσιάζει μία πολύ ωραία εικόνα: «Ιδού έστηκα επί την θύραν και κρούω· εάν τις ακούση της φωνής μου και ανοίξη την θύραν και εισελεύσομαι προς αυτόν και δειπνήσω μετ’ αυτού και αυτός μετ’ εμού». Ο Χριστός χτυπάει την πόρτα της καρδιάς μας με πολύ σεβασμό και διακριτικότητα. Δεν κραυγάζει, δεν σπάει την πόρτα, γιατί σέβεται την ελευθερία μας. Δείχνει με την εικόνα αυτή πόσο μας σέβεται, αλλά και πόσο μας αγαπάει. Λαχταράει να του ανοίξουμε να μπει και να δειπνήσει μαζί μας. «Επιθυμία επεθύμησα τούτο το Πάσχα φαγείν μεθ’υμών». Θέλει, αν είναι δυνατόν, να βρίσκεται κάθε μέρα στο σπίτι του καθενός μας κι εμείς Τον περιφρονούμε. Με δυσκολία του ανοίγουμε την πόρτα μας, ελάχιστες φορές τον χρόνο, σαν σε αδιάφορο επισκέπτη, ίσως και βαρετό. Και πόσο βιαζόμαστε να τελειώνουμε μαζί Του!
Εδώ αύθόρμητα προβάλλει το ερώτημα:
Κάθε πότε πρέπει να κοινωνούμε; Ας αφήσουμε να μιλήσει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: «Πές μου, ρωτάει, αν κληθεί κάποιος σε δείπνο και προσέλθει, και αφού πλύνει τα χέρια του και καθίσει στο τραπέζι, χωρίς καν να αγγίξει τα εδέσματα που ο οικοδεσπότης προσφέρει, δεν προσβάλλει αυτόν που τον κάλεσε;»
Κάτι παρόμοιο συμβαίνει κι εδώ. Όταν προσέρχεσαι σε κάποιο τραπέζι, προσέρχεσαι για να φας. Και η θεία λειτουργία είναι τραπέζι, είναι τροφή. Κι ερχόμαστε σ’ αυτό το πνευματικό τραπέζι, όχι για να κάτσουμε στην άκρη, όχι για να παρακολουθήσουμε, αλλά για να συμμετάσχουμε. Φέρνουμε τις προσφορές μας, τους καρπούς του μόχθου μας, το ψωμί και το κρασί και ικετεύουμε τον Κύριο να αγιάσει τα δώρα μας. Για ποιό λόγο; Μα για να κοινωνήσουμε.
Δυστυχώς, όμως. Αυτή την αλήθεια την ξεχνάμε. Ο διάβολος μας ρίχνει πολλές φορές στην αμαρτία. Αλλά δεν είναι αυτή η μεγαλύτερη νίκη του. Η μεγαλύτερη νίκη και επιτυχία του είναι που μας έχει πείσει να μην κοινωνούμε συχνά. Γράφει ο Αγ. Κύριλλος Αλεξανδρείας: «Όσοι απομακρύνονται από την εκκλησία και την θεία κοινωνία, γίνονται εχθροί του Θεού και φίλοι των δαιμόνων».
Από το βιβλίο: Λίγα λόγια για τη Θεία Ευχαριστία, εκδ. Ι. Μητροπόλεως Αργολίδος, Ναύπλιο
<>
Η αναγκαιότητα της καθοδήγησης του Πνευματικού Πατέρα
Μας αναφέρει ο Γέροντας Τρύφωνας ηγούμενος της Μονής του Σωτήρος Χριστού της Νήσου Vashon στην Washington των ΗΠΑ: «Υπάρχει ένα γνωμικό πού λέει: “Ο άνθρωπος που κατευθύνει πνευματικά τον εαυτό του μόνος του γίνεται μαθητής ενός τρελλού”».
<>
- Γέροντα, όταν δεν αισθάνομαι την ανάγκη εξομολογησης τι φταίει;
- Μήπως δεν παρακολουθείς τον εαυτό σου; Η εξομολόγηση είναι μυστήριο. Να πηγαίνεις και απλά να λες τις αμαρτίες σου.
Γιατί τι νομίζεις;; Πείσμα δεν έχεις; Εγωισμό δεν έχεις; Δεν πληγώνεις την αδελφή; Δεν κατακρίνεις; Μήπως εγώ τι πηγαίνω και λέω «Θύμωσα, κατέκρινα..» και μου διαβάζει την ευχή ο Πνευματικός.
Αλλά και οι μικρές αμαρτίες έχουν κι αυτές βάρος.Όταν πήγαινα στον Παπα-Τύχωνα να εξομολογηθώ, δεν είχα τίποτε σοβαρό να πώ, και μου έλεγε: Αμμούδα, αμμούδα παιδάκι μου, δλ οι μικρές αμαρτίες μαζεύονται και κάνουν έναν σωρό αμμούδα που όμως είναι βαρύτερη από πέτρα.
Άγιος Παϊσιος ο Αγιορείτης - Λόγοι Γ, πνευματικός αγώνας
<>
Η αγάπη και η προσευχή του Πνευματικού Πατέρα συνοδεύει τα Πνευματικά του τέκνα
Άγιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης της Αθήνας (+1991)
Άγιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης της Αθήνας (+1991):
“Την ώρα πού μπαίνει κάποιος να εξομολογηθεί, τον… κοιτάζω. Όταν φεύγει, τον συνοδεύω με προσευχή, του στέλνω την αγάπη μου ως έξω. Είναι καλύτερα να στέλνεις σιωπηλά την αγάπη σου, παρά να λες λόγια…”.
<>
Η μετάνοια και η Θεία Εξομολόγηση ενός 80χρονου Έλληνα στο Detroit των ΗΠΑ
Αναφέρει ο π. Στέφανος Αναγνωστόπουλος:
Πριν από χρόνια, μου είπε ο παπα-Εφραίμ Αριζόνας και πήγα στο Ντητρόιτ των ΗΠΑ, και κει με κάλεσαν σ’ ένα σπίτι να εξομολογήσω έναν 80χρονο, ο οποίος δεν ήθελε Εξομολόγηση στην ουσία, αλλά ήθελε να του κάνω ερμηνεία ενός ονείρου που είχε δεί.
Εγώ άρπαξα την ευκαιρία, και από το όνειρο έβγαλα την Εξομολόγηση.
Και είπε, είπε…, και είπε… αυτός ο 80χρονος άνθρωπος, πολλές και φοβερές αμαρτίες, ακατανόμαστες, που δεν μπορούμε ούτε καν να τις ονομάσουμε, στις εξωτερικές μας συζητήσεις, όχι μέσ’ την Εκκλησία, αλλά ούτε και έξω απ΄αυτήν! Τόσο φοβερές ήταν αυτές οι αμαρτίες.
Προσπάθησα λοιπόν να του βάλω την συναίσθηση της βαρύτητος της αμαρτίας, και ότι αύριο μεθαύριο, είτε του αρέσει είτε δεν του αρέσει, είτε το θέλει είτε δεν το θέλει θα βρεθεί μπροστά στην Κρίση του Αγίου Θεού.
Και τότε εκείνος ο άνθρωπος, κάτω απ’ τη χάρη του Αγίου Θεού, ως άλλος ληστής, είπε:
«Θεέ μου, συγχώρεσέ με τον αμαρτωλόν»,
δεν είπε «Μνήσθητί μου Κύριε όταν έρθεις εν τη βασιλεία Σου», αλλά είπε «Θεέ μου συγχώρεσέ με τον αμαρτωλόν», αυτό είπε, και άρχισε να κλαίει… να κλαίει… και να κλαίει …
Μισή ώρα, μια ώρα, μιάμιση ώρα, δύο ώρες έκλαιγε… και ’γω καθόμουν και έκλαιγα μαζί του.
Του διάβασα τη συγχωρητική ευχή, και έφυγα.
Αυτός μετά κάλεσε όλους τους δικούς του, και είπε πόσο ανάλαφρος ένοιωθε, γιατί ήταν και πολύ γεμάτος.
Πάμπλουτος εν τω μεταξύ, με εκατομμύρια εκατομμυρίων χρημάτων, και άρχισε να αγκαλιάζει όλους και το υπηρετικό προσωπικό, και από την χαρά του την πολλή να θέλει να χορεύει τους Ελληνικούς χορούς γιατί ξελάφρωσε.
Πέταξε όλη τη σαβούρα του, και την πήρε ο Σταυρός του Κυρίου, και χαρά, χαρά, χαρά, «πετάω σαν άγγελος, νοιώθω νάχω φτερά, νοιώθω νάχω φτερά» έλεγε.
Και έψαλλε ό,τι θυμόταν απ’ την πατρίδα του, μικρό παιδί, γιατί ήταν Ελληνοαμερικανός…
Και από την πολλή του τη χαρά, αισθάνθηκε κούραση, λέει:
«Ας ξαπλώσω παιδιά μου λίγο τώρα, πέντε λεπτά έτσι, να ξεκουραστώ.
Θεέ μου σ’ ευχαριστώ, που δέχτηκες εμένα τον αμαρτωλό, Σ’ ευχαριστώ, σ’ ευχαριστώ, σ’ ευχαριστώ» έλεγε,
και ξαφνικά πέθανε…
Θάνατος Οσιακός, όπως αυτού του ανθρώπου, που ήταν απάνω στο Σταυρό του κακούργου.
Άρα λοιπόν όλοι σας, έχετε αυτήν την ευκαιρία, να πείτε Θεέ μου συγχώρεσέ με, τον αμαρτωλό και την αμαρτωλή, αρκεί να τρέξει απ’ τα ματάκια σας.
Ένα διαμάντι μεγάλης αξίας, το διαμάντι αυτό, να είναι το δάκρυ της μετανοίας, και θα δείτε ν’ ανοίγουν οι ουρανοί, και να σας δέχονται και να σας υποδέχονται, άγγελοι και αρχάγγελοι.
Αλλά εμείς, αλλά εγώ, ο πατήρ Στέφανος, που τον ανεβάζετε και τον κατεβάζετε «άγιο», δεν ξέρω τι άλλο τον λέτε, κουτσομπολεύετε και από πίσω, όχι εσείς, άλλοι…
Εμείς όμως έχουμε αυτό εδώ, (δείχνει το πετραχείλι του), αυτό έχουμε εδώ, και δω κρέμονται εκατοντάδες και χιλιάδες, και θα δώσουμε λόγον.
Μπορούμε όμως να σωθούμε όλοι μας με ένα απλό «μνήσθητι»;
Άς είναι λοιπόν ευλογημένοι οι λαϊκοί που με έναν λόγο μετανοίας επιστρέφουν στην Βασιλεία του Θεού.
Και αλοίμονό σε όλους τους κληρικούς όλου του κόσμου, αλοίμονό τους, διότι σχεδόν και με τα δυό τους πόδια, βρίσκονται στην Κόλαση.
Facebook: Ηλίας Καλλιώρας
<>
Άφεση αμαρτιών, Θεία Εξομολόγηση και Θεία Κοινωνία – Άγιος Κυπριανός Επίσκοπος Καρχηδόνας, Β. Αφρικής (+258)
Αρχιμ. Ιωάννης Κωστώφ:
«Ὁ Ἅγιος Κυπριανός τονίζει πώς ὁ ἁμαρτωλός γίνεται πάλι δεκτός στήν ἐκκλησιαστική κοινωνία, δηλαδή στό Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας “διά τῆς ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν τοῦ ἐπισκόπου καί τοῦ ἱερατείου” ἀφοῦ προηγουμένως ἐξομολογηθῆ (Κυπρ. Ἐπιστ. 16, 2 [βλ. καί: Εpist. 9 § 2])· δέν ἐπιτρέπει τή Θεία Κοινωνία σέ κανέναν “ἐάν προηγουμένως ὁ ἐπίσκοπος καί τό ἱερατεῖο δέν ἐπιθέσουν τήν χεῖρα ἐπάνω του”(Ἐπιστ. 18, 2)· ἡ “ἄφεσι” λέει πού ἔγινε “διά τῶν ἱερέων” εἶναι “ἀρεστή στόν Κύριο”(De Lapsis, 29)».
Ἀπό το βιβλίο: Ἀρχιμ. Ἰωάννου Κωστώφ, Η ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΙ, Μετάνοια: Τό ἀντικλείδι τοῦ Παραδείσου, Εκδ. Ἀγιος Ἰωάννης ο Δαμασκηνός, ΑΘΗΝΑ 2012
<>
Μοναχή Πορφυρία, πρώην οδηγός ταξί σε Αθήνα και Πειραιά (+2015): Να βρείτε έναν Πνευματικό Πατέρα που θα σας ανεβάσει ψηλά στο Θεό
Ἀναφέρει ἡ Μόναχη Πορφυρία, πρώην ὁδηγός ταξί σε Αθήνα καί Πειραιά (+2015):
«Ὅταν κάνω τήν ἐρώτησι: “Πᾶτε στήν Ἐκκλησία; Ἔχετε Πνευματικό;”. Τό 90% τῶν ἐπιβατῶν μου στό ταξί μοῦ ἀπαντοῦν: “Ὄχι. Ποῦ νά βρεθῆ χρόνος! Καί ἐκτός αὐτοῦ, τί νά πᾶμε νά ἀκούσουμε; Τόν παπᾶ νά μᾶς κάνη κήρυγμα, ἐνῶ αὐτός δέν τό πιστεύει καί κάνει πράγματα πού δέν πρέπει; Ἄσε μας, κοπέλλα μου, στόν πόνο μας. Ἄλλωστε οὔτε ἔχουμε κλέψει οὔτε ἔχουμε σκοτώσει· τί τόν θέλουμε τόν Πνευματικό;”.
Ἀγαπητοί μου, ὅλοι ἔχουμε κλέψει, ὅλοι ἔχουμε σκοτώσει, ὅλοι ἔχουμε ἀδικήσει, ὅλοι ἔχουμε συκοφαντήσει. Δέν χρειάζεται νά πάρουμε στά χέρια μας τό ὅπλο καί νά πυροβολήσουμε· σκοτώνουμε καί μέ τή γλῶσσα καί μέ ἄλλους τρόπους… Ὅταν μᾶς ἀδικοῦν, πονᾶμε· ὅταν, ὅμως, ἀδικοῦμε, δέν πονᾶμε καί εἴδατε πόσο εὔκολα τό κάνουμε; Μέ πόση ἄνεσι μοῦ μιλᾶτε, ὅταν ἐσεῖς ἀδικῆτε! Καί μέ πόσο πόνο μοῦ μιλᾶτε, ὅταν σᾶς ἀδικοῦν! Πόση γαλήνη αἰσθάνεσθε, ὅταν καταλαβαίνω τόν πόνο σας καί σᾶς παρηγορῶ, καί προσπαθῶ νά δίνω λύσεις στά προβλήματά σας! Καί μέ πόση χαρά καί εὐγνωμοσύνη μοῦ λέτε, τό “εὐχαριστῶ”, γιά τήν βοήθεια πού σᾶς προσφέρω! Πόσες φορές σᾶς ρωτῶ: “Σᾶς βοήθησα;”.
“Πάρα πολύ”, μοῦ ἀπαντᾶτε.
“Ἐγώ, πού σᾶς βοήθησα τόσο πολύ, ὅπως λέτε, καί σᾶς γαλήνεψα τήν ψυχούλα σας, θά σᾶς πείραζε ἄν ἤμουν ἀλήτισσα;”,
“Ὄχι, καθόλου”!
“Τότε, γιατί σᾶς ἐνοχλεῖ ἄν ὁ ἱερέας δέν εἶναι σωστός; Ἐκεῖνος σᾶς δίνει αὐτό πού σᾶς ἔδωσα τώρα ἐγώ, ἀλλά μέ θεϊκή χάρι. Λοιπόν, γιατί τόν ἀπορρίπτετε; Σᾶς βολεύει, ἔ; Ἄν ὁ προϊστάμενός σας εἶναι κλέπτης, ἀλήτης ἤ ὁ,τιδήποτε ἄλλο, θά παραιτηθῆτε ἀπ’ τήν ἐργασία σας;”.
“Ὄχι, βέβαια!”.
“Ἄ! Δέν παραιτεῖσθε ἀπό ἐκεῖ· ἀπ’ τό Θεό, ὅμως, παραιτεῖσθε πολύ εὔκολα!”.
“Ἔτσι, ὅπως μᾶς τά λέτε, ἔχετε δίκηο, δέν τά εἴχαμε σκεφθῆ μέ τή δική σας λογική”.
“Καιρός νά τά σκεφθῆτε. Αὐτό πού δέν μπορῶ νά καταλάβω εἶναι πῶς μπορεῖτε νά ζῆτε χωρίς τό Θεό. Τό ὅτι ὑπάρχετε τό ὀφείλετε στό Θεό. Ὅπου κι ἄν ἔχετε πετύχει, εἴτε ἐπαγγελματικά εἴτε στό γάμο σας εἴτε κοινωνικά, τό ὀφείλετε στό Θεό. Ἕνα εὐχαριστῶ ἐσεῖς δέν Τοῦ τό ὀφείλετε;”.
“Μᾶς ἀνατρέπετε τό σκεπτικό μας”.
“Εἶσθε εὐτυχισμένοι ὅπως ζῆτε;”.
“Μμ! Δέν μποροῦμε νά ποῦμε ναί”.
“Γιά δοκιμάσθε, λοιπόν, νά πηγαίνετε στήν Ἐκκλησία, νά ἀρχίσετε νά ἀκοῦτε τό λόγο τοῦ Θεοῦ μας. Νά βρῆτε ἕνα Πνευματικό, πού θά ἀγγίξη τήν ψυχή σας καί θά σᾶς ἀνεβάση ψηλά στό Θεό. Καί τότε θά δῆτε πώς ἐκεῖ ὑπάρχει ἡ εὐτυχία. Δοκιμάστε το καί νά εἶσθε σίγουροι πώς δέν θά βγῆτε χαμένοι. Δέν εἶναι ὅλοι οἱ ἱερεῖς ἴδιοι· ἔχουμε πολλούς ἁγίους ἱερεῖς, πού, ἄν ψάξουμε μέ καλή διάθεσι καί πίστι στό Θεό, Ἐκεῖνος θά μᾶς τούς ἀποκαλύψη”.
Ἄς μή ψάχνουμε γιά δικαιολογίες, ὅταν φεύγουμε μακρυά ἀπ’ τό Θεό. Κανείς δέν μπορεῖ νά μᾶς διώξη μακρυά Του, παρά μόνο ὁ ἑαυτός μας. Ὅπως κανείς δέν μπορεῖ νά μᾶς βλάψη περισσότερο ἀπ’ τόν ἑαυτό μας!».
Ἀπό το βιβλίο: Ἀρχιμ. Ἰωάννου Κωστώφ, Θεός Ἐφανερώθη – Ἀπό τόν Ἀθεϊσμό στό Χριστό, ἐκδ. Ἁγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, τηλ. 6978461846, Ἀθήνα 2011
<>
Μετάνοια & Θεία Εξομολόγηση – Άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος, Μαθητής του Αποστόλου Ιωάννου του Θεολόγου & Επίσκοπος Αντιοχείας (+108)
«“Ὅλους ὅσοι μετανοοῦν τούς συγχωρεῖ ὁ Κύριος, ἐάν μετανοήσουν εἰς ἑνότητα Θεοῦ καί εἰς συνέδριον ἐπισκόπου”, λέει χαρακτηριστικά ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος (Ἰγν. Φιλαδ. 8, 1)».
Ἀπό το βιβλίο: Ἀρχιμ. Ἰωάννου Κωστώφ, Η ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΙ, Μετάνοια: Τό ἀντικλείδι τοῦ Παραδείσου, Εκδ. Ἀγιος Ἰωάννης ο Δαμασκηνός, ΑΘΗΝΑ 2012
<>
Μετάνοια, Θεία Εξομολόγηση και Πνευματικός Πατέρας
Άγιος Ιερώνυμος της Βηθλεέμ (+420)
Γράφει ὁ Ἅγιος Ἱερώνυμος: «“Ἐάν τό φίδι, δηλαδή ὁ διάβολος, δαγκώση κάποιον κρυφά, τόν μολύνει μέ τό δηλητήριο τῆς ἁμαρτίας. Καί ἐάν αὐτός πού δέχθηκε τή δαγκωματιά μείνη σιωπηλός καί δέν μετανοήση καί δέν θέλη νά ὁμολογήση τό τραῦμα του σ᾽ ἕνα ἀδελφό καί κύριό του, στόν πνευματικό του πατέρα καί ἱερέα, τότε ὁ ἀδελφός καί κύριός του, ὁ ὁποῖος κατέχει τό λόγο, πού θά τόν θεραπεύση, δέν μπορεῖ νά τόν βοηθήση ἀποτελεσματικά. Διότι, ἐάν ὁ ἀσθενής ἄνθρωπος ντρέπεται νά ὁμολογήση τό τραῦμα του στόν ἰατρό, τότε τό φάρμακο δέν θά τόν θεραπεύση, ἀφοῦ εἶναι ἀκατάλληλο γι᾽ αὐτόν”(St. Jerome, Commentary on Εcclesiastes, Ref. 1375 (388 μ.Χ.), Τhe Faith of the Εarly Fathers, σ. 196-197)».
Ἀπό το βιβλίο: Ἀρχιμ. Ἰωάννου Κωστώφ, Η ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΙ, Μετάνοια: Τό ἀντικλείδι τοῦ Παραδείσου, Εκδ. Ἀγιος Ἰωάννης ο Δαμασκηνός, ΑΘΗΝΑ 2012
<>