Θεία Εξομολόγηση - Greek Flowers of Orthodoxy 2











Θεία Εξομολόγηση


Greek Flowers of Orthodoxy 2


ORTHODOX CHRISTIANITY – MULTILINGUAL ORTHODOXY – EASTERN ORTHODOX CHURCH – ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ – ​SIMBAHANG ORTODOKSO NG SILANGAN – 东正教在中国 – ORTODOXIA – 日本正教会 – ORTODOSSIA – อีสเทิร์นออร์ทอดอกซ์ – ORTHODOXIE – 동방 정교회 – PRAWOSŁAWIE – ORTHODOXE KERK -​​ නැගෙනහිර ඕර්තඩොක්ස් සභාව​ – ​СРЦЕ ПРАВОСЛАВНО – BISERICA ORTODOXĂ –​ ​GEREJA ORTODOKS – ORTODOKSI – ПРАВОСЛАВИЕ – ORTODOKSE KIRKE – CHÍNH THỐNG GIÁO ĐÔNG PHƯƠNG​ – ​EAGLAIS CHEARTCHREIDMHEACH​ – ​ ՈՒՂՂԱՓԱՌ ԵԿԵՂԵՑԻՆ​​ / Abel-Tasos Gkiouzelis - https://theflowersoforthodoxy.blogspot.com - Email: gkiouz.abel@gmail.com - Feel free to email me...!

♫•(¯`v´¯) ¸.•*¨*
◦.(¯`:☼:´¯)
..✿.(.^.)•.¸¸.•`•.¸¸✿
✩¸ ¸.•¨ 












Αναζήτηση Πνευματικού Πατέρα


Σε κάθε περιοχή υπάρχουν σωστοί Πνευματικοί Πατέρες για Θεία Εξομολόγηση. Σε περίπτωση όμως που κάποιος δεν ξέρει που να πάει μπορεί να μου στήλει email για να του προτείνω μερικούς Πνευματικούς Πατέρες που ξέρω: gkiouz.abel@gmail.com 

Άβελ-Τάσος Γκιουζέλης


<>



«Εἶναι πολύ χαρακτηριστική ἡ μαρτυρία τῆς ἄλλοτε ὑπεύθυνης τῆς κομμουνιστικῆς νεολαίας στήν πολύπαθη χώρα τῆς Ρωσίας καί καθηγήτριας τῆς Μαρξιστικῆς φιλοσοφίας Τατιάνας Γκορίτσεβα: “Ἀρχίζει νά μέ ρωτᾶ”, λέει γιά τόν πρῶτο ἐξομολόγο της παπα-Ἑρμογένη, “γιά τίς τρομακτικές καί κυριώτερες ἁμαρτίες μου· πρέπει νά ξεσκεπάσω ὅλη τή βιογραφία, αὐτή τή ζωή τοῦ ἐγωϊσμοῦ καί τῆς ματαιότητος, μοιρασμένη ἀνάμεσα στήν ἔπαρσι, στήν περιφρόνησι καί στήν καυτή ἐπιθυμία γιά ἐπικοινωνία. Τοῦ ἀπαριθμῶ τή μέθη, τήν πορνεία, τούς ἀποτυχημένους γάμους, τίς ἐκτρώσεις, τήν ἀνικανότητα νά ἀγαπήσω. Στή συνέχεια τή yoga καί τήν ἐπιθυμία μου νά πραγματωθῶ, νά γίνω θεός, χωρίς ἀγάπη καί χωρίς μετάνοια. Ἡ ντροπή μέ ἐμποδίζει νά μιλῶ, τά δάκρυα μέ πνίγουν. Στό τέλος τοῦ ζητῶ:
—Θέλω νά ὑποφέρω γιά ὅλες μου τίς ἁμαρτίες, θέλω νά ἐξαγνισθῶ ἔστω καί γιά λίγο. Δῶστε μου ἕνα κανόνα, σᾶς παρακαλῶ!”.
Καί ἀκολούθησε τό μεγάλο θαῦμα! Μιά ψυχή ἀκόμη ἀναστημένη παραδόθηκε στόν Ἀναστάντα!»(ΓΖ, 75).

<>




Ὁ διάβολος, κάλεσε κάποτε τούς δαίμονές του σέ συμβούλιο καί τούς ρώτησε:
—Ποιός θέλει νά πάει στή Γῆ, νά καταστρέψη ψυχές;
Προσφέρθηκαν πολλοί, εἶπαν τά μέσα τά ὁποῖα θά χρησιμοποιοῦσαν, ἀλλά δέν θεωρήθηκαν ἀπ᾽ τό διάβολο ἀποτελεσματικά. Στό τέλος, ἔνα διαβολάκι εἶπε:
—Θά πάω ἐγώ. Θά τούς πῶ, πώς ὑπάρχει Θεός καί Χριστός Σωτήρας. Θά τούς πῶ, ὅτι ὅλα αὐτά εἶναι ἀληθινά, ἀλλά —πρόσθεσε μέ βλέμμα διαβολικό— θά τούς πῶ, ὅτι ἔχουν ἀκόμη πολύ καιρό μπροστά τους.
—Πήγαινε, τοῦ εἶπε ὁ ἄρχων τοῦ σκότους διάβολος, ἐσύ θά πετύχης.
Πράγματι, δέν ὑπάρχει σατανικότερος λόγος ἀπ᾽ τήν ἀναβολή. Ἀπ᾽ τό: “Ἔχουμε καιρό”...

<>



«Ἦταν ἡ πρώτη φορά μετά τά νεανικά μου χρόνια, πού ἔκανα συνειδητά ἐξομολόγησι, στον π. Σαράντη Σαράντο του Αμαρουσίου Αθήνας (+2021). Ἦταν μιά πνευματική ἀνάτασι, πού μοῦ ἔφερνε δάκρυα στά μάτια. Ὅταν κάποτε ἔφθασε ἡ σειρά μου νά πάω κοντά του, μέ κοίταξε καί ἡ πρώτη ἐρώτησι, πού μοῦ ἔκανε, ἦταν:
—Πόσα παιδιά ἔχεις;
Ἀπάντησα ὅτι ἔχω δύο: Τόν Ἀπόλλωνα μεγαλύτερο καί τόν Ἀλέξανδρο μικρότερο. Δέν εἶπε τίποτε. Ἄκουσε ὅσα εἶχα νά τοῦ πῶ κι ὕστερα μ᾽ ἔβαλε κάτω ἀπ᾽ τό πετραχήλι, ἔκανε τήν προσευχή καί μέ εὐλόγησε. Τοῦ φίλησα τό χέρι καί στή συνέχεια πῆγα κοντά στίς φίλες μου, γιά νά φύγουμε. Ἡ ὥρα ἦταν περασμένη, περίπου μία τό βράδυ. Οἱ φίλες μου παρατήρησαν ὅτι ἤμουν σκεπτική. Προχωρήσαμε ἀργά στόν ἥσυχο δρόμο. Ξαφνικά εἶδα τόν π. Σαράντη νά τρέχη πίσω μας καί νά μέ φωνάζη, νά πάω ξανά κοντά του. Κι ἐγώ καί οἱ φίλες μου, μείναμε ἄναυδες. Ὁ π. Σαράντης εἶχε ἀφήσει τούς ἀνθρώπους, πού τόν περίμεναν κι ἐρχόταν πίσω μου. Ἔτρεξα κοντά του καί μπήκαμε πάλι στήν ἐκκλησία. Τόν κοιτοῦσα μέ ἀπορία κι ἔμεινα ἔκπληκτη, ὅταν τόν ἄκουσα νά μοῦ λέει:
—Πές μου πάλι τά ὀνόματα τῶν παιδιῶν σου. 
Τά ἐπανέλαβα. Γονάτισα καί ἔβαλε πάλι τό πετραχήλι στό κεφάλι μου. Ἀφοῦ προσευχήθηκε, σηκώθηκα καί μοῦ εἶπε ἁπλά: 
—Στό καλό νά πᾶς.
Βγῆκα ἔξω. Οἱ φίλες μου εἶχαν μείνει ἐμβρόντητες. 
—Αὐτό δέν ἔχει ξαναγίνει, μονολόγησαν. Νά τρέξη ἔτσι, μέ ἀγωνία νά σέ καλέση πίσω... Κάτι σημαίνει.
Τό τί σημαίνει τό κατάλαβα λίγες ὧρες ἀργότερα, ὅταν ἐπέστρεψα σπίτι μου. Ὁ γυιός μου, ὁ Ἀπόλλων ἦταν ἕνα παιδί στήν ἐφηβεία μέ τίς τρέλλες αὐτῆς τῆς ἡλικίας καί εἶχα ἀνησυχήσει. Προσευχήθηκα μήν τοῦ συνέβη τίποτε κακό. Ξαφνικά, ἄνοιξε ἡ πόρτα καί μπῆκε μέσα ὁ Ἀπόλλων, σέ μιά κατάστασι, πού δέν τόν εἶχα ξαναδεῖ ποτέ. Καλά-καλά δέν μποροῦσε νά σταθῆ στά πόδια του. Ἦταν χλωμός καί ἡ ἔκφρασί του ἔδειχνε τόν ψυχικό του κλονισμό. Σωριάστηκε σέ μιά καρέκλα καί φώναξε:
—Ὑπάρχει Θεός!
Τόν κοίταξα ἔντρομη, καθώς εἶδα κάτι μικρά χτυπήματα, μώλωπες καί γδαρσίματα. 
—Ὑπάρχει Θεός, μ᾽ ἀκοῦς;
Ὅταν μπόρεσε νά πάρη κανονικές ἀναπνοές καί νά συνέλθη, μοῦ ἀφηγήθηκε τό ἀπίστευτο περιστατικό, πού τοῦ συνέβη. Ἐπέστρεφε μέ τό αὐτοκίνητό του ἀπ᾽ τή λεωφόρο, πού βγαίνει στό Γαλάτσι, ὅταν ξαφνικά εἶδε ἀπ᾽ τήν ἀπέναντι πλευρά ἕνα φορτηγό νά τρέχη κατά πάνω του, μέ ἰλιγγυώδη ταχύτητα. Ὁ Ἀπόλλων στήν προσπάθειά του νά τόν ἀποφύγη, ἔπεσε σέ μιά διαχωριστική σιδερένια μπάρα. Ἡ ταχύτητα ἦταν τέτοια, πού ἡ σιδερένια μπάρα, ἔκοψε τό αὐτοκίνητο στή μέση! Τό παιδί ἔνοιωσε μιά δύναμι νά τόν σπρώχνη στό ἀριστερό μέρος τοῦ ὁδηγοῦ. Μέ τόν τρομερό κρότο, πετάχτηκαν ἔξω ἀπ᾽ τά γύρω μπαράκια καί κέντρα οἱ θαμῶνες. Ἔντρομοι ἀντίκρυσαν τά συντρίμμια τοῦ αὐτοκινήτου. Πλησίασαν μέ τήν βεβαιότητα, ὅτι ὁ ὁδηγός ἦταν ὁπωσδήποτε νεκρός. Κι ὅταν εἶδαν τόν Ἀπόλλωνα νά ἀναδύεται μέσα ἀπ᾽ τά συντρίμμια καί τίς λαμαρίνες, δέν πίστευαν αὐτό πού ἔβλεπαν. Ἔτρεξαν κοντά του. Ἄλλοι ἔκλαιγαν συγκλονισμένοι καί ἄλλοι τόν χάιδευαν. Τόν πῆραν μέσα νά τοῦ δώσουν νά πιῆ νερό καί προσπαθοῦσαν νά δοῦν ποῦ εἶχε χτυπήσει. Δέν μποροῦσαν νά πιστέψουν ὅτι εἶχε μόνο ἐπιπόλαια τραύματα. Τόν κράτησαν κοντά τους, ὅσο χρειαζόταν, γιά νά τόν συνεφέρουν κι ὕστερα τόν ἔφεραν σπίτι.
—Μάννα, ὑπάρχει Θεός, ἐπαναλάμβανε ἐκεῖνος κάθε τόσο συγκινημένος. Τόν πῆγα στό νοσοκομεῖο, ὅπου διαπίστωσαν ὅτι δέν εἶχε τίποτε καί τόν ἄφησαν νά φύγη. Τά συντρίμμια τοῦ αὐτοκινήτου τά μετέφεραν στό συνεργεῖο ἑνός φίλου μας φανοποιοῦ. Ὅταν τά εἶδε κι ἐκεῖνος καί ἡ σύζυγός του καί τοῦ εἴπαμε ὅτι ὁ Ἀπόλλων ζοῦσε, τόσο συγκλονίστηκαν, πού ἔβαλαν τά κλάμματα.
Ὁ π. Σαράντης, ὁ Ἅγιος αὐτός ἄνθρωπος, “εἶδε” τί θά συνέβαινε σέ λίγο, γι᾽ αὐτό καί ἔτρεξε νά μέ ξανακαλέση κοντά του καί νά δώση τήν εὐλογία του. Κι αὐτή ἡ δύναμι, πού ἔσπρωξε δίπλα τόν Ἀπόλλωνα, σώζοντάς τον ἀπό βέβαιο φριχτό θάνατο, ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς προσευχῆς τοῦ π. Σαράντη. Ὅσο γιά τόν Ἀπόλλωνα, ἀπό τότε πιστεύει σταθερά στήν Ὀρθοδοξία καί προσεύχεται τώρα γιά τήν ὑγεία τῆς μικρῆς κορούλας του, τῆς Μιχαέλας. Ἀλλά καί ἡ σύζυγός του, ἡ Σέλμα ἔχει βαθειά πίστι. Κι αὐτή τή μεταδίδει στό παιδί, γιά νά βαδίση σωστά στή ζωή του»(ΣΣ, 388).

<>






Δημήτριος Παναγόπουλος, ἱεροκήρυκας: «Δέν ὑπάρχουν σήμερα δάκρυα μετανοίας. Καί νά μᾶς χτυπάνε, δέν κλαῖμε ἐμεῖς, μέ τέτοια κακία πού ἔχουμε. Ἄν χάσουμε τό φίλο μας ἤ τή φιλενάδα μας, μπορεῖ νά κλάψουμε. Ἄν χάσουμε τό δικαστήριο ἤ δέν πετύχαμε τήν ἔξωσι μπορεῖ νά κλάψουμε. Ἁμαρτίες δικές μας δύσκολα κλαῖμε. Γιατί πρέπει ἡ Χάρις νά μᾶς ἐπισκιάση γιά νά κλάψουμε. Τά δάκρυα τά δικά μας, δέν εἶναι δάκρυα μετανοίας πού φτάνουν στόν Οὐρανό καί νά ἀντικαταπέμπουν τή Θεία Χάρι.
Γι᾽ αὐτό καί οἱ Πατέρες λένε, ὅτι ὅσοι ἔχουν δάκρυα στήν προσευχή τους, νά προσέχουνε μή τούς γελάσει ὁ σατανᾶς καί πιστέψουν, ὅτι αὐτοί ἔχουνε δάκρυα καί ἄλλοι δέν ἔχουνε καί πέσουνε ἐκ τῶν δεξιῶν καί χάσουνε τά δάκρυα.
Εἶναι μεγάλο πράγμα νά ἔχη ὁ ἄνθρωπος δάκρυα, ἀλλά νά προέρχονται ἀπ᾽ ταπεινό φρόνημα καί ἀπό ἀναγνώρισι τῆς ἁμαρτωλότητάς του καί ὅτι εἶναι ἔλεος ὅλο αὐτό πού τοῦ κάνει ὁ Θεός.
Κάποτε κάποιος μεγάλος ἐγκληματίας, ἀποφάσισε νά ἐξομολογηθῆ. Καί τί δέν τοῦ εἶπε τοῦ ἐξομολόγου! Φοβερά ἁμαρτήματα!
Στή διάρκεια τῆς ἐξομολογήσεως, ὁ Πνευματικός προσεύχονταν μέσα του:
—Θεέ μου, ἔλεγε φώτισέ με! Πώς νά τοῦ συμπεριφερθῶ καί τί κανόνα νά τοῦ βάλω;
Ὅταν ὁ ἐγκληματίας τελείωσε τήν ἐξομολόγησι, τοῦ δίνει ὁ Πνευματικός ἕνα μικρό βαρελάκι καί τοῦ λέει:
—Πήγαινε νά γεμίσεις αὐτό τό βαρελάκι μέ νερό καί ὅταν τό γεμίσης καί μοῦ τό φέρεις, τότε οἱ ἁμαρτίες σου θά ἔχουν τακτοποιηθῆ!
—Μέ τόσο λίγο κόπο, θά τά τακτοποιήσω ὅλα αὐτά τά ἁμαρτήματα;
Πανεύκολο τοῦ φάνηκε αὐτό τό ἐπιτίμιο τοῦ ἐγκληματία καί ἔτσι τό πῆρε ἀμέσως καί πῆγε σέ ἕνα κοντινό ποταμάκι νά τό γεμίση. Ὅμως παρότι τό γέμιζε μέ νερό, τό βαρελάκι παραδόξως δέν γέμιζε! Τό ἐξέτασε νά δῆ ἄν εἶναι τρύπιο, ἀλλά τό βαρελάκι ἦταν γερό! Ἦταν ἕνα συνηθισμένο βαρελάκι, σάν ὄλα τά ἄλλα. Προσπάθησε στή συνέχεια νά τό γεμίση, ἀπό βρύσες καί ἄλλες πηγές, ἀλλά τίποτε! Καθημερινῶς φρόντιζε, ὅπου ὑπῆρχε νερό νά τό γεμίση, γιά νά πάρη τήν ἄφεσι τῶν ἀμαρτιῶν, ἀλλά μάταια. Ἔτσι παιδευόταν γιά πολλά χρόνια. Μιά μέρα ἦρθε πραγματικά στόν ἑαυτό του. Προβληματιζόταν γιά ποιό λόγο, νά μήν μπορῆ νά γεμίση τό βαρελάκι. Καί λέει σέ μιά στιγμή:
—Θεέ μου, τόσο ἁμαρτωλός εἶμαι, ὥστε οἱ ἁμαρτίες μου δέν ἀφήνουν νά γεμίση αὐτό τό βαρελάκι;
Λέγοντας τά λόγια αὐτά μέ πόνο, τοῦ ἔφυγε ἕνα δάκρυ ἀπ᾽ τά μάτια. Τό δάκρυ αὐτό, ἔπεσε μέσα στό βαρέλι. Καί τότε τό βαρέλι, θαυματουργικῶς γέμισε! Ἁρπάζει τό βαρελάκι καί τό πάει κατευθείαν στό Γέροντα, γιά νά τοῦ δώση τήν ἄφεσι.
Ἡ μετάνοια πού δέν ἔχει δάκρυα, συντριβή καί λύπη, δέν εἶναι ἀξιοποιημένη ὅσο πρέπει. Ὁ Θεός περίμενε ἀπ᾽ τόν ἐγκληματία, τό δάκρυ τῆς μετανοίας του. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δώσει στήν μετάνοιά του ἕνα δάκρυ, εἶναι σάν νά ξαναβαπτίζεται. Καθαρίζεται καί βγαίνει μέ καινούριο ἔνδυμα νά ξαναντιμετωπίση τή δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ»(https:// Ἠλίας Καλλιώρας, facebook.com). 

<>





Στην όμορφη Νέα Σκήτη, δίπλα στην Ιερά Μονή του Αγίου Παύλου, επισκεφθήκαμε πριν από μερικά χρόνια στην Καλύβη της Υπαπαντής τον γερο-Συμεών. Με ενενηνταπέντε περίπου χρόνια στην πλάτη του, κατάκοιτος, πρόσμενε από ώρα σε ώρα να τον οδηγήση ο θάνατος στον Θεόν. Στο πλευρό του ο υποτακτικός π. Παντελεήμων, στοργικός υιός και φύλαξ άγγελος.
— Τον πρόλαβες, Γέροντα, τον παπα-Σάββα τον Πνευματικό;
— Ω, τον Πνευματικό! Τον οσιώτατο και άγιο εκείνο Πνευματικό παπα-Σάββα! Την ευχή του νάχουμε. Πώς δεν τον πρόλαβα; Σ’ αυτόν εξωμολογούμην. Δεν έλειπα από την Καλύβη του. Και πάρα πολλές φορές τον εβοηθούσα στις Λειτουργίες ως ψάλτης.
— Για πες μας λοιπόν κάτι γι΄ αυτόν. Έχουμε πολλά ακούσει και σκεπτόμαστε να του γράψουμε τον βίο. Λένε πως ήταν σπουδαίος Πνευματικός.
— Είχε μεγάλη χάρι επάνω του. Ήξερε να σκορπίζη θάρρος σ΄όλους. Ιδιαίτερα εμψύχωνε τους νεαρούς μοναχούς. Μόλις τους αντίκρυζε στο εξομολογητήριο του «καλώς τα αγγελούδια!» τους έλεγε χαμογελαστά. «Καλώς, καλώς ήρθαν τα αγγελούδια μου. Εγώ αυτά τα νεαρά καλογέρια αγγέλους τα θεωρώ, που για την αγάπη του γλυκυτάτου μας Χρίστου άφησαν του κόσμου την ματαιότητα και ήρθαν εδώ στας ερήμους». Σ’ όλους επίσης τους αποθαρρυμένους έδινε κουράγιο. «Να μην απογινώσκης (=να μην απελπίζεσαι) έλεγε και ξανάλεγε κάθε τόσο.
— Λένε, Γέροντα, πως είχε μεγάλη τέχνη στην Εξομολόγησι.
— Μεγάλη τέχνη και μεγάλη αγάπη. Δεν ήθελε να του κρύβουν τα αμαρτήματα. Έβλεπε κανένα νεαρό μοναχό η δόκιμο που ντρεπόταν να τα πή όλα, και τι μηχανευόταν; Τεχνάσματα. Τεχνάσματα της αγάπης. «Λέγε, παιδί μου, χωρίς δισταγμό τις αμαρτίες σου. Εγώ είμαι γεροντάκι. Μπορεί να με πάρη και ο ύπνος. Εσύ να συνεχίσης. Ο Χριστός είναι παρών και τα ακούει όλα. Εξομολογήσου τα όλα άφοβα, να καθαρίσης την ψυχή σου, να την κάνης λευκή σαν το χιόνι». Άρχιζε εκείνος να λέη. Ο Πνευματικός φαινόταν πως νυστάζει. Έγερνε το κεφάλι του και ροχάλιζε. Εκείνος εξαγόρευε τότε τις πιο βαρειές αμαρτίες. Ο Πνευματικός έκανε πως ξυπνούσε. Εκείνος συνέχιζε με ελαφρότερες. «Παιδί μου, σταμάτησε λίγο. Προηγουμένως είπες κάποια αμαρτία. Πως την είπες; Δεν άκουσα καλά. Πες την καθαρώτερα να καθαρίσης την ψυχή σου». Εκείνος έπαιρνε θάρρος και την διευκρίνιζε. Ξαλάφρωνε έτσι η ψυχή του, χαιρόταν ο Θεός και πληγωνόταν ο διάβολος.
— Ω, Γέροντα, σ΄ ευχαριστούμε. Μας έδωσες πολύτιμα στοιχεία. Μένουμε κι΄εμείς έκπληκτοι από την τέχνη του μεγάλου αυτού Πνευματικού. Τέχνασμα που σκέφθηκε! Παρόμοιο στο είδος του δεν έχουμε ξανακούσει.
— Σας είπα. Είχε μεγάλη τέχνη και μεγάλη αγάπη.

https://www.agiooros.net/forum/viewtopic.php?t=19998

<>








Στην Σκήτη της Αγίας Άννης κάπου ψηλά είχε την Καλύβη του ένας Πνευματικός. Πνευματικός κι΄αυτός, αλλά χωρίς την πείρα και την διάκρισι του παπα-Σάββα του Πνευματικού. Στο εξομολογητήριό του κατέφθασε κάποια φορά ενας βαρειά, πολύ βαρειά αμαρτωλός. Άλλος με τόσα μεγάλα κρίματα δεν του ξανάτυχε.
Εκείνος, σωστός κάλαμος συντετριμμένος, άρχισε την εξαγόρευσι. Ο Πνευματικός καθώς τον άκουγε κυριεύθηκε από φρίκη. Αναταράχθηκαν τα σωθικά του. «Θεέ μου! Πω, πω,φρικαλεότητες! Τί ακούω! Τί σατανας είναι τούτος»!
Δεν πρόλαβε ο δυστυχής ν’ αποτελειώση και ο Πνευματικός γεμάτος ταραχή:
— Σταμάτησε, του λέει. Έχω φρίξει. Θα χάσω το μυαλό μου. Δεν είναι ανθρώπινες αμαρτίες αυτές. Σατανικές είναι. Φύγε. Η συγχώρησι σου έλειψε! Φύγε. Δεν μπορώ άλλο να σε ακούω. Φύγε.
Το μόνο που του είχε απομείνει στον κόσμο ήταν το έλεος του Θεού, αφού όμως και η πόρτα αυτή έκλεισε, δεν του απέμενε τίποτε. Αντικρύζοντας κάτω την θάλασσα σκεπτόταν την μόνη λύσι: Να ορμήση δηλαδή να πνιγή. Να θέση τέρμα στις τραγωδίες του.
Ο Θεός όμως είναι μεγάλος. Στην κατάστασι αυτή τον είδε κάποιος Αγιαννανίτης, που έτυχε να είναι και γνώριμος.
— Ε! τί συμβαίνει; Πώς είσαι έτσι; Τί έχεις;
Εκείνος δεν μιλούσε.
—Ε! τί έπαθες; Γιατί δεν μιλάς;
Με τα πολλά κατώρθωσε να μάθη τα καθέκαστα. Στενοχωρήθηκε, πικράθηκε η ψυχή του. Πώς να τον βοηθήση; Σκέφθηκε πως μία μόνο λύσις απέμενε, να τον οδηγήση πάση θυσία στον παπα-Σάββα τον Πνευματικό. Κουράσθηκε πολύ, αλλά στο τέλος νίκησε.
Σαν τον αντίκρυσε ο παπα-Σάββας κατάλαβε όλο του το δράμα. Ο αδελφός μου σκέφθηκε βρίσκεται στην άβυσσο. Για να τον ανεβάσω χρειάζεται να κατεβώ κι’ εγώ ως εκεί.
— Πνευματικέ, υπάρχει για μένα σωτηρία;
— Για σένα, αδελφέ μου; Για όλους υπάρχει σωτηρία. Η ευσπλαγχνία του Θεού είναι πιο πλατειά από τον ουρανό και πιο βαθειά από την άβυσσο.
— Μπά! Για μένα τον αμαρτωλό δεν υπάρχει σωτηρία. Αδύνατον. Δεν υπάρχει για μένα.
— Για σένα; Αστείο. Αφού, να σκεφθής, υπήρξε για μένα σωτηρία.
— Και τί αμαρτίες έκανες εσύ;
— Μεγάλες, πολύ μεγάλες αμαρτίες.
— Τί μεγάλες! Ποιος μπορεί να έχη φταίξει στον Θεόν σαν εμένα τον ταλαίπωρο!
— Και όμως! Νά, κάποτε δεν πρόσεξα, παρασύρθηκα κι’ έπεσα στην έξης αμαρτία.
Και ανέφερε εδώ ο παπα-Σάββας κάποια σοβαρή αμαρτία. Ο άλλος τότε σαν να ζωντάνεψε. Πήρε θάρρος.
— Α! Πνευματικέ μου, την αμαρτία αυτή έτσι ακριβώς την έχω κάνει κι’ εγώ.
— Κι’ εσύ; Μην ανησυχής. Ο Θεός θα σε συγχωρήση. Αρκεί που το ωμολόγησες.
Ο παπα-Σάββας προχώρησε με τον ίδιο τρόπο. Το τέχνασμα πέτυχε απόλυτα. Ξεθάρρεψε ο δυστυχής και παρουσίασε με κάθε ειλικρίνεια όλο τον θλιβερό κατάλογο των εγκλημάτων του. Του έδινε κουράγιο η ιδέα πως και ο Πνευματικός ήταν όμοιός του.
— Εγώ, του λέει στο τέλος ο παπα-Σάββας, μετανόησα και έκλαψα πικρά. Έχω δύο χρόνια τώρα που άλλαξα ζωή. Μου έβαλαν κανόνα να γίνω Πνευματικός. Το έκανα κι΄ αυτό. Έκανα ελεημοσύνες. Έκανα νηστείες. Έγινα άλλος άνθρωπος.
— Κι’ εγώ, Πνευματικέ μου, μετανοώ μ΄ όλη μου την ψυχή. Και νηστείες και ό,τι άλλο μου πης θα το εφαρμόσω.
— Αφού αποφασίζεις ν’ αλλάξης ζωή, σκύψε να σου διαβάσω την συγχωρητική ευχή, να σου εξαλείψη ο Θεός όλες τις άμαρτίες.
Έπειτα από λίγο ένας άνθρωπος φτερούγιζε από χαρά, γιατί πέταξε από πάνω του δυσβάσταχτα φορτία. Συναντώντας στην Αγία Άννα τον γνωστό του:
— Μ’ έσωσες, του λέει. Έγινα άλλος άνθρωπος.
— Να δοξάζης τον Θεόν.
— Καλός Πνευματικός. Καλός. Πονετικός. Μόνο που ο καημένος έκανε στην ζωή του χειρότερα από μένα.
Ο άλλος που μπήκε αμέσως στο νόημα:
— Χειρότερα από σένα; Να γελάσω λίγο! Αυτός, Χριστιανέ μου, ζή από μικρός στο Άγιον Όρος και είναι σωστός άγγελος. Γι’ αυτό αξιώθηκε να γίνη και ιερεύς.
Ο άλλος έμεινε άναυδος. Τί συνέβαινε; Με τις εξηγήσεις όμως που του έγιναν κατάλαβε το τέχνασμα της αγάπης. Δοκίμασε μεγάλη έκπληξι. Πράγματι έπειτα από το πλήγμα που του έφερε ο προηγούμενος Πνευματικός, δεν υπήρχε άλλος τρόπος να σωθή από το χείλος της αβύσσου. Και από την στιγμή αυτή κορυφώθηκε μέσα του ένας απέραντος θαυμασμός και μία απεριόριστη αγάπη για τον υπέροχο αυτόν ιατρό και θεραπευτή των ψυχών.

https://www.agiooros.net/forum/viewtopic.php?t=19998

<>






Ο Κύριος έστειλε άγγελό Του για να τον ξυπνήσει και να τον ταρακουνήσει


Ἀναφέρει ὁ Δημήτριος Παναγόπουλος (+1982) ὁ ἱεροκήρυκας: 

«Μιλοῦσα στό Ἅγ. Ὄρος πού εἶχα πάει προχθές μέ ἕνα μοναχό, ὁ ὁποῖος κατά οἱκονομία Κυρίου, ἦταν γνωστός μέ την οικογένεια Σαμαρᾶ. Μιᾶς οἰκογένειας που δραστηριοποιοῦνταν μέ τό ἐμπόριο στή Θεσ/νίκη καί εἶχαν μεγάλη οἰκονομική ἐπιφάνεια.
Αὐτός ὁ μοναχός βρέθηκε καί φιλοξενήθηκε ἕνα βράδυ στό σπίτι τους καί μέ ἀφορμή αὐτό τό γεγονός, εἶχε μιά συζήτησι μέ τόν οἰκογενειάρχη Σαμαρά, σχετικά μέ τό θέμα τῆς ἐξομολογήσεως.

—Θά τακτοποιηθῆ καί αὐτό, θά τακτοποιηθῆ καί αὐτό, ἦταν ἡ ἀπάντησι τοῦ κ. Σαμαρᾶ.

—Μά ἄμα φύγουμε ἀπόψε κ. Σαμαρά, τί θά γίνη;, τόν ρώτησε ὁ μοναχός. Νά ἐιδοποιήσω νά ἔρθη ὁ ἐξομολόγος ἀπόψε;

—Ὄχι, ὄχι, ἀλλά θά τό τακτοποιήσω τό θέμα αὐτό, θά τό τακτοποιήσω, ἦταν ἡ κλασική απάντησι τοῦ κ. Σαμαρᾶ

Ξημέρωσε, ἔφυγε ὁ μοναχός γιά τό Ὄρος καί τό ἀπογευματάκι γίνεται ἕνας σεισμός, μέ ἀποτέλεσμα νά σκοτωθῆ ἡ γυναῖκα του. Ἐκείνος καί τό παιδί του, ἀπουσίαζαν ἀπ᾽ τό σπίτι.
Ὅμως μπῆκαν μέσα στό μισογκρεμισμένο σπίτι τους, γιά νά πάρουν τήν τσάντα μέ τά λεφτά πού εἶχαν φυλαγμένα ἐκεῖ, ἀλλά καταπλακώθηκαν ἀπ᾽ τά ἐρείπια καί βρῆκαν καί οἱ δυό τους τραγικό θάνατο.

Ἔτσι ξεκληρίστηκε ἡ οικογένεια Σαμαρά, πού τήν παραμονή τοῦ σεισμοῦ, ὁ Κύριος ἔστειλε ἄγγελό Του, γιά νά τόν ξυπνήση καί νά τον ταρακουνήση.

Ἐκείνος ὅμως ἀπεμπόλησε καί τήν τελευταία εὐκαιρία πού τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, ἀναβάλλοντας μία ἐξομολόγησι πού δέν ἔγινε ποτέ...».

(Σαλπίσματα ἀληθείας - ψυχοφελεῖς δημοσιεύσεις, facebook.com)


<>







Ἀναφέρει ὁ Μητρ. Διοκλείας Κάλλιστος Ware: «Θυμᾶμαι μιά περίπτωσι. Στή ρωσική Μονή τοῦ Λονδίνου, τήν ὁποία ἐπισκεπτόμουν συχνά ὡς λαϊκός, ὑπῆρχε ἕνας σεβαστός ἱερέας, ὁ π. Ἰωάννης... Ἦταν πάντοτε ἐξαιρετικά λακωνικός. Ὁ ἴδιος ἀρκοῦνταν νά προσφέρη μονάχα λίγες λέξεις συμβουλευτικές. Κάποια μέρα, μία γυναῖκα πού ἐρχόταν συχνά γιά ἐξομολόγησι τοῦ διηγήθηκε μέ λεπτομέρειες γιά ἕνα καβγά πού εἶχε μέ τόν ἄνδρα της.
—Μοῦ εἶπε αὐτό καί ἐγώ τοῦ εἶπα ἐκεῖνο, καί τοῦ εἶπα ὅτι ἔκανε λάθος καί αὐτό καί ἐκεῖνο...
Μόλις τελεώσε, ὁ π. Ἰωάννης τήν κοίταξε καί τῆς εἶπε:
—Καί ὅλα αὐτά σέ βοήθησαν;
Στή συνέχεια τῆς ἔδωσε ἄφεσι ἁμαρτιῶν.
Οἱ πέντε αὐτές λέξεις τῆς ἄλλαξαν τή ζωή. Συνειδητοποίησε ξαφνικά πόσο ἀνώφελο ἦταν νά μαλώνουν ὄλη τήν ὥρα, προσπαθώντας πάντοτε νά μήν ἀφήση τίποτε ἀναπάντητο, θέλοντας πάντα νά ἔχη τόν τελευταῖο λόγο. Καί ξαφνικά σκέφτηκε: 
—Δέν χρειάζεται νά εἶναι ἔτσι.
Σταμάτησε νά συμπεριφέρεται ἔτσι καί ἄλλαξε. Ἦταν ἐκείνη ἡ ἁπλή κουβέντα τοῦ ἱερέα, μέ τή μορφή τῆς ἐρωτήσεως, πού τήν ὁδήγησε στήν ἀλλαγή»(ΕΙ, 64).



<>




«Ἕνας ἱερέας πῆγε στό super market.
Ὅταν ἅπλωσε τά ψώνια στό ταμεῖο, ἄκουσε πίσω του ἕνα λόγο μέ τό ἐξῆς περιεχόμενο:
—Ὤ, κοίτα, ὁ παπᾶς ἔχει κερδίσει τόσα πολλά γιά τόν ἑαυτό του... Διδάσκει τόν κόσμο γιά τή φτώχεια, ἀλλά ἔχει κερδίσει γιά τόν ἑαυτό του. Γιά νά ὑπερφάει! Τί κοιλιά ἔχει...
Ἦταν ἡ φωνή μιᾶς 50χρονης γυναίκας πού δέν ἠρέμησε καί ἀποφάσισε νά περάση στήν ἐπίθεσι:
—Λοιπόν, πῆρες λίγα γιά τόν ἑαυτό σου;, ρώτησε σαρκαστικά ἡ γυναἶκα.
—Λοιπόν, τά πῆρα, ἀπάντησε ὁ ἱερέας.
—Μᾶλλον γιά ἕνα μῆνα;
—Ὄχι, ἀγαπητή γυναῖκα, νομίζω ὅτι μπορῶ νά τό φάω σέ δύο μέρες.
—Ναί, εἶναι ξεκάθαρο ἀπ᾽ τήν κοιλιά σου ὅτι σίγουρα μπορεῖς νά τό διαχειριστῆς!
—Σωστά προσέξατε, ἡ κοιλιά μου εἶναι ἡ καταδίκη μου. Δέν μπορῶ παρά νά σκεφτῶ τό φαγητό.
—Καί βάζω καί τυρί καί ζαμπόν στό καρότσι μου, λίγο πιό γρήγορα!
—Λοιπόν, καλά, ὑπάρχει μιά τέτοια ἁμαρτία.
—Σωστά αὐτά πού λένε γιά σένα... καί κυκλοφορεῖς καί μέ Mercedes!
—Ὑπάρχει ἕνα πρόβλημα μέ αὐτό... ἔχω ἤδη ἕνα Mercedes, ἀλλά θέλω κάτι πιο σοβαρό. Ὀνειρεύομαι μιά Cadillac, ἀλλά ὅλα πᾶνε πρός τό φαγητό, γιατί πρέπει νά ταΐσω τήν κοιλιά μου...
—Οὔου, οὔα! Ἐντάξει, τουλάχιστον τό παραδέχεσαι! Ὀνειρεύεται τό Koniak! Eἶναι δυνατόν νά μήν μπορῆτε νά ζήσετε χωρίς νά πιῆτε;
—Λοιπόν, τί θά μπορούσαμε νά κάνουμε χωρίς αὐτό; Τώρα θά βγάλω τό ράσο μου καί θά τρέξω στόν πάγκο γιά μπύρα γιά νά μήν μέ δῆ κανείς.
—Ναί... οὔτε ντροπή, οὔτε συνείδησι! Αὐτό ἀκριβῶς λένε γιά σένα!
—Ἀκριβώς, ἀλλά όχι ἀκριβῶς. Ἄν ἤξεραν καλύτερα, θά ἔλεγαν ἀκόμα χειρότερα.
—Χά! Καί γενικά, μετά ἀπό αὐτό, γιατί νά ὀνομάσω τίς ἁμαρτίες μου μπροστά σέ ἀνθρώπους σάν ἐσένα;
—Ὄχι, δέν πρέπει, μήν ἀνησυχεῖς, ἀπάντησε ἤρεμα ὁ ἱερέας, βάζοντας τά πράγματα σέ σακούλες.
Καί τότε ἡ γυναῖκα σώπασε. Ἄν καί τό πρόσωπό της δέν ἄλλαξε, ἦταν ξεκάθαρο ὅτι εἶχε μιλήσει πλήρως καί εἶχε λάβει κάποια ἱκανοποίησι. Ξαφνικά ἐπικράτησε μιά ἠρεμία. Καί τότε ὁ ἱερέας πῆγε στήν ἐπίθεσι.
—Ἐσύ, σάν μητέρα, νιώθεις καλύτερα;
Ὅμως ἡ γυναίκα δέν ἀπάντησε. Στήν πραγματικότητα ἔνιωθε καλύτερα σέ κάποιο βαθμό, ἀλλά φοβόταν νά τό παραδεχτῆ δυνατά. Ὅπως εἴπε ἀργότερα αὐτή ἡ γυναῖκα, ἐκεῖνη τή στιγμή, πρός ἔκπληξί της, ἀνακάλυψε ἕνα ἄγνωστο μέχρι τώρα πράγμα: ἀποδεικνύεται ὅτι ἀκόμη καί ἀπό ἔναν ἱερέα πού τρώει ὑπερβολικά καί ὁδηγεῖ μιά Mercedes, μπορεῖς νά πάρης παρηγοριά!
Ὅμως, ἡ ἀνακούφισι δέν κράτησε πολύ. Ὅταν αὐτή ἡ ὡραία γυναῖκα ἔφυγε ἀπ᾽ τό κατάστημα, εἶδε μέ ἔκπληξι ὅτι ὁ ἱερέας περπατοῦσε πρός τό VAZ 2104 Mercedes του μέ ἄδεια χέρια.
Στήν ἀρχή δέν κατάλαβε ποιό ἦταν τό κόλπο, γιατί ὁ ἱερέας ἔφευγε ἀπ᾽ τό super market μέ τέσσερεις σακούλες. Ὅμως, κοιτάζοντας πίσω, εἶδε τέσσερεις ἄστεγους νά ἐξετάζουν χαρούμενα τό περιεχόμενο τῶν πακέτων πού εἶχαν στά χέρια τους...
Ἐδῶ, ἡ “παρηγοριά” τῆς ἀναζητήσεως τῆς ἀλήθειας τῆς 50χρονης καταπατήθηκε ἀπό ἕνα ἀκατανόητο καί σχεδόν ξεχασμένο συναίσθημα πού ξέσπασε ἀπό κάπου στό ὑπόγειο τῆς ψυχῆς της.
Ἡ γυναῖκα πάγωσε, κοιτάζοντας τά χαρούμενα πρόσωπα τῶν ἀστέγων. Μέσα της συναντήθηκαν ταυτόχρονα ἀντικρουόμενα συναισθήματα ἐνοχῆς, παρεξηγήσεως, χαρᾶς καί αὐτομαρτυρίας, πού μαζί ἔγιναν ὁ πρόδρομος τῆς μετανοίας τοῦ ἀναζητητῆ τῆς ἀληθείας.
Καί ἐκεῖνη τή στιγμή, ἡ γυναῖκα ἔκανε μιά ἄλλη ἀνακάλυψι γιά τόν ἑαυτό της: Ἡ ἀληθινή παρηγοριά, σέ ἀντίθεσι μέ τήν ἱκανοποίησι μέ τήν κατάκρισι τῶν ἄλλων, γεννᾶ δάκρυα μετανοίας καί ἀγγίζει τήν καρδιά.
... Πέρασαν ἤδη 7 χρόνια.
Καί τώρα ὁ ἱερέας τῆς ἐνορίας, ὁ π. Βίκτωρ, καί ἡ  Βαλεντίνα Τιμοφέβνα, θυμοῦνται μέ χαμόγελο τήν ἱστορία τῆς γνωριμίας τους στό super market.
Ἄνθρωποι, νά εἶστε ἐλεήμοντες»(http://apantaortodoxias.blogspot.com/2023/10/blog-post_99.html).

<>





π. Ἐλπίδιος Βαγιανάκης: «Ἕνας νέος πῆγε μέ βαριά καρδιά στόν Πνευματικό του κι ἐξομολογήθηκε:
—Ὁ λογισμός μέ βασανίζει Γέροντα, νά ἐγκαταλείψω τόν ἀγῶνα, ἀφοῦ καί ὕστερα ἀπ᾽ τήν ἐπιστροφή μου στό Χριστό καί τήν μετάνοιά μου, δέν μπορῶ ἀκόμα νά βγάλω ἀπό πάνω μου ὅλες τίς ἀδυναμίες.
—Μοῦ θυμίζεις, μέ αὐτά τά ὁποῖα λές, κάτι πού συνέβη πρίν κάμποσο καιρό σ᾽  ἕνα φίλο ἀγρότη, εἶπε ὁ Πνευματικός. Ἔλα, κάθισε ἐδώ κοντά, παιδί μου, νά σοῦ διηγηθῶ τή μικρή μου ἱστορία.
Ὁ νέος ἄκουγε πάντοτε μ᾽ ἐνδιαφέρον τά χαριτωμένα αὐτοσχέδια ἀνέκδοτα τοῦ ἀγαθοῦ Γέροντα:
“Ὁ φίλος μου πού λές, εἶχε ἕνα χωράφι στήν ἄκρη τοῦ χωριοῦ, πού εἶχε μείνει χρόνια ἀκαλλιέργητο καί ἦταν πιά γεμάτο ἀγκάθια καί τριβόλια. Μιά καλή χρονιά, ὅμως, σκέφτηκε νά τό σπείρη. Ἀλλά ἔπρεπε πρῶτα νά καθαριστῆ. Ἔστειλε, λοιπόν, τό μεγάλο του γυιό νά κάνη τή δουλειά αὐτή. Μά, σάν εἶδε τό παλικάρι τά πελώρια ἀγκάθια καί τά ἀγριοβότανα, ἔπεσε σέ ἀπελπισία.
—Δέν γίνεται νά φτιάξη ποτέ τούτο τό χωράφι, ἔλεγε καί ξανάλεγε στόν ἑαυτό του. Πῶς νά ξεριζώσω τόσα ἀγριόχορτα;
Ἔτσι, ἔπεισε γιά τά καλά τόν ἑαυτό του πώς ἦταν ἀδύνατον νά γίνη ἡ δουλειά. Ξάπλωσε κάτω ἀπό ἕνα θάμνο καί κοιμήθηκε. Σάν ξύπνησε ἦταν πιά μεσημέρι. Ἔριξε τό νυσταγμένο βλέμμα του στήν ἀγριάδα καί τρόμαξε. Ἔμεινε καρφωμένος στή θέσι του ὡς τό βράδυ χωρίς νά κάνη τίποτε. Τό ἴδιο καί τήν ἄλλη μέρα, καί τήν τρίτη... Χασμουριόταν, στριφογύριζε μέ τεμπελιά, ἔπεφτε στόν ὕπνο, ξύπναγε καί μόνο δουλειά δέν ἀποφάσιζε νά κάνη.
—Τίποτε δέν ἔκανες τόσες μέρες, τοῦ εἴπε θυμωμένος ὁ πατέρας του, σάν πῆγε καί εἶδε πώς ὁ γυιός του δέν ἔβγαλε οὔτε ἕνα ἀγκάθι.
—Βαραίνει ἡ ψυχή μου πατέρα, ὅταν γυρίζω καί βλέπω πόση δουλειά μέ περιμένει καί δέν μπορῶ νά πάρω ἀπόφασι ν᾽ ἀρχίσω.
—Ἄν κάθε μέρα παιδί μου, καθάριζες τόση γῆ ὅση πιάνεις μέ τό μπόι σου σάν ξαπλώνεις καί κοιμᾶσαι, θά κόντευες τώρα νά τελειώσης.
Ντροπιασμένος γιά τήν τεμπελιά του ὁ γυιός, ἔβαλε ἀμέσως σέ πράξι τή συμβουλή τοῦ πατέρα του. Σέ λίγο εἶδε μέ τά μάτια του, πώς δέν ἦταν ἀκατόρθωτο νά καθαρίση τό χέρσο χωράφι.
Μιμήσου τόν κι ἐσύ παιδί μου κι ὅταν ξανάρθης, θά μοῦ πῆς ἄν στ᾽ ἀλήθεια εἶναι τόσο δύσκολο νά ξεριζώσης μέ ὑπομονή τά πάθη τῆς ψυχῆς σου.
Ὁ νέος ἔφυγε μέ καινούργια δύναμι ἀπ᾽ τήν ἐξομολόγησι, ἀποφασισμένος νά συνεχίση τόν καλό ἀγώνα!”»(https://orthodoxoiorizontes.gr/Theologika_keimena/P.Elpidios_Bagianakhs/Istories_metanoias.htm).


<>






Δημήτριος Παναγόπουλος ὁ ἱεροκήρυκας: «Ἐφόσον ἄνθρωπε θά συναντηθῆς κάποτε μέ τό Χριστό καί θά σέ κρίνη, τί τά κρύβεις τά ἁμαρτήματά σου; Γιατί δέν πᾶς ἀπό τώρα στό ἐξομολογητήριο καί νά παραδεχτῆς, ὅτι τά ἔκανες; Γιατί δέν πᾶς νά πῆς:
—Ἐγώ φταίω, δικό μου τό τραῦμα, δικιά μου ἡ πληγή! Ἐγώ πῆγα σέ αὐτή, ἐγώ πῆγα σέ αὐτόν! Ἐγώ ἤθελα νά ἀκούσω! Ἐγώ φταίω Κύριε! Οὔτε ὁ διάβολος φταίει, διότι ἐγώ μάζεψα τά φρύγανα, ὁ σατανᾶς ἀπλῶς ἔβαλε φωτιά. Ἐγώ τοῦ ἔδωσα τό δικαίωμα...
Γιατί λοιπόν δέν πᾶς, ἐφόσον εἶσαι βέβαιος, ὅτι θά σέ συγχωρέση ὁ Χριστός; Καί ἄν εἶναι κόκκινα, σοῦ λέει, θά σοῦ τά κάνω λευκά καί ἄν εἶναι μαῦρα, θά σοῦ τά κάνω σάν τό χιόνι. Ἐδῶ, ὅμως, σέ αὐτό τό δικαστήριο ὄχι στό ἄλλο τό Οὐράνιο. Χαρά στόν ἄνθρωπο πού θά κριθῆ μέ τό Χριστό ἐδῶ, στό ἐπίγειο δικαστήριο καί ὄχι στό Οὐράνιο. Διότι λέει ὁ Χριστός:
—Ἔλα νά παραδεχτῆς, ὅτι σάν ἄνθρωπος ἁμάρτησες καί ἐγώ νά σοῦ τά συγχωρήσω. Διότι ἄν δέν θελήσης νά δικαστῆς ἐδώ μαζί μου, πού μόνο συγχωρῶ καί δέν δικάζω καί βγάζω ὅλες τίς ἀποφάσεις μου ἀθωωτικές, θά σέ δικάσω ἐκεῖ, τήν ἡμέρα ἐκεῖνη...
Ποῦ εἶναι ἡ λογική μας; Ποῦ εἶναι ἡ ἐξυπνάδα μας; Ποῦ εἶναι ἡ πρόοδός μας;».


<>







«—Τί ἀνοησίες εἶναι αὐτές, πού πηγαίνετε σέ ἕνα τράγο νά πῆτε τί ἔχετε καμωμένα; Αὐτά εἶναι βλακεῖες.
—Μά, κυρ Λουχία, ἀπαντᾶ ἕνας Ρουμελιώτης στρατιώτης, ἡμεῖς ἰδῶ ἴδαμι θᾶμμα μί τά μάτια μας κι λές νά μή πιστέψουμι. Ἰδῶ τραίνου, πατάει τ᾽ νάρκα κι᾽ τοῦ καν᾽ χίλια-δυό κουμμάτια, κι θά γλύτουνι ὁ γερόπαπας [ὁ ὅσιος Γέροντας Ἰάκωβος Βαλοδῆμος]; Μέ τό συμπάθειο κι᾽ ὅλας, ἀλλά δέν εἶνι καλά πράμματα αὐτά π᾽ λές.
—Τί θαῦμα, μωρέ, ἡλίθιοι, μοῦ τσαμπουνᾶτε. Αὐτό ἦταν ἕνα τυχαῖο γεγονός, τό ὁποῖο ἐξηγεῖται φυσικῶς. Ἁπλουστάτα. Πατήθηκε ἡ νάρκη καί τά ἀέρια μέ τά βλήματα διέφυγαν πρός τήν ἀντίθετη κατεύθυνσι καί τυχαίως δέν τόν ἔθιξε κανένα. Τό πήρατε τώρα καί τό ἐπαναλαμβάνετε “θαῦμα!... θαῦμα!...” καί κάνετε σάν γυναικοῦλες ὑστερικές. Ποῦ βρήκατε τό θαῦμα; Τί ὑστερίες εἶναι αὐτές; Ντροπή σας...
Αὐτά ἔφθασαν καί στά ἀφτιά τοῦ π. Ἰακώβου, ὁ ὁποῖος πῆγε καί τοῦ εἶπε:
—Παιδί μου, μή τά λές αὐτά. Δέν κάνει. Ἔλα καί σύ νά ἐξομολογηθῆς, νά γίνης ἄνθρωπος τοῦ Χριστοῦ, νά σέ φυλάξη ὁ Θεός κάι νά πᾶς στό σπίτι σου.
Ἐκεῖνος δέν καταδέχτηκε νά τοῦ δώση κἄν ἀπάντησι καί προσοχή, παρά μόνο τόν κοίταξε μέ ἕνα περιφρονητικό βλέμμα. Κατόπιν πῆρε ἀγγαρία μερικούς ἄνδρες καί πῆγε πιό πέρα στό δάσος, γιά νά κόψουν ξύλα. (Ἦταν εἴπαμε λοχίας). Ἐκεῖ, ὅμως, πάτησε καί αὐτός νάρκη. Τόν τίναξε στόν ἀέρα καί τόν ἔκανε κομμάτια! Αὐτόν μόνο καί κανένα ἄλλο!
Τόν δυστυχῆ! Ὁ Θεός τοῦ ἔδωσε εὐκαιρία νά μετανοήση, ἀλλά αὐτός, πονηρός καί διεστραμμένος, ἀδιόρθωτος ἔμεινε ὁ δόλιος. Περιττό εἶναι νά σημειωθῆ, ὅτι ἔπειτα ἀπό αὐτό, φόβος καί τρόμος κατέλαβε ὅλους κάι κανένας ἀπ᾽ τούς στρατιῶτες δέν ἔμεινε ἀνεξομολόγητος»(ΑΧ, 42).




<>




«Ἦταν κατάκοιτος καί ἄρρωστος βαρειά [ὁ ὅσιος ΓέρονταςἸάκωβος Βαλοδῆμος]. Περίμεναν οἱ γύρω του νά πεθάνη. Ἦταν Μ. Παρασκευή. Εἶχε σφοδρή ἐπιθυμία νά σηκωθῆ καί νά πάη στήν Ἐκκλησία. Οἱ πάντες τόν ἀπέτρεπαν. Τοῦ ἔλεγαν, ὅτι θά ἦταν παράτολμο καί ἐπικίνδυνο. Αὐτός, ὅμως, συρόμενος πῆγε. Προσευχήθηκε στόν Ἐσταυρωμένο μέ πίστι καί —ὤ τοῦ θαύματος— ἔγινε καλά.
Ἐπέστρεψε μετά τήν Ἀκολουθία ὑγιής. Θαύμαζαν ὅλοι γιά τό θαῦμα. “Δέν πεθαίνω, εἶπε, ἀκόμη. Μέ ἀφήνει ὁ Θεός, γιά νά ξυπνῶ καμμιά ψυχή ἐδῶ ἐπάνω”. Καί πράγματι πολλές ψυχές ξυπνοῦσε μέ τήν ἐξομολόγησι καί τήν νουθεσία»(ΧΒ, 56).

<>





«Κάποια ἡμέρα [ὁ ὅσιος Γέροντας Ἰάκωβος Βαλοδῆμος] ἐπέστρεφε ἀπ᾽ τό χωριό Σουδενά, πού λειτουργοῦσε, στό Μοναστηράκι του, πού ἀπεῖχε δύο ὧρες περίπου. Στόν ἐρημικό ἐκεῖνο δρόμο βαδίζοντας προσευχόταν νοερῶς, ὅπως συνήθιζε πάντοτε. Ὁ ἄνθρωπος αὐτός κατώρθωνε νά ἔχη σέ ἐφαρμογή τό “ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε”.
Ἐντωμεταξύ ἄνδρες τοῦ ἐθνικοῦ στρατοῦ ναρκοθέτησαν ἕνα σημεῖο τοῦ δρόμου. Κατέλαβαν ἀκολούθως τό ὕψωμα καί παρακολουθοῦσαν, μήπως περάση κανείς συμμορίτης. Ξαφνικά βλέπουν νά ξεπροβάλη ἀνύποπτος ὁ π. Ἰάκωβος στό ναρκοθετημένο σημεῖο τοῦ δρόμου. Μπήχνουν τίς φωνές γιά νά τόν προλάβουν:
—Παππούλη... Παππούλη...
Ἀλλά ὥσπου νά ἀκούση ὁ π. Ἰακωβος  —ἦταν ἄλλωστε προσηλωμένος στήν προσευχή— τήν πάτησε τή νάρκη. Ἐξερράγη μέ δαιμονιώδη κρότο. Ἐβούϊξαν οἱ πλαγιές  καί τά φαράγγια καί σύννεφα κονιορτοῦ σηκώθηκαν. Λές καί ἐξερράγη κάποια ἀπ᾽ τίς φιάλες τῆς Ἀποκαλύψεως.
—Πάει ὁ φουκαράς ὀ Παππούλης, λένε οἱ στρατιώτες καί τρέχουν στόν τόπο τοῦ δυστυχήματος. 
Καί τί βλέπουν; Τρίβουν τά μάτια τους. Δέν μποροῦν νά τό πιστέψουν. Βλέπουν τόν π. Ἰάκωβο ἄσπρο ἀπ᾽ τή σκόνη σάν μυλωνά, νά τινάζη τά ράσα του, χωρίς νά ἔχη πάθη τίποτε καθοκληρία. Δέν μποροῦν νά συνέλθουν ἀπ᾽ τήν ἔκπληξί τους. 
—Καί δέν ἔπαθες, Παππούλη τίποτε!, ρωτοῦν μέ θαυμασμό.
—Πῶς νά πάθω, παιδιά μου; Ἀφήνει ὁ Θεός νά πάθουμε τίποτε, ἀφοῦ ἔλεγα τήν προσευχή μου; Καί σᾶς δέν θά σᾶς ἀφήση ὁ Θεός νά πάθετε τίποτε. Θά σᾶς φυλάξη νά γυρίσετε στά σπίτια σας. Μονάχα νά πηγαίνετε μέ τό δρόμο τοῦ Θεοῦ. Νά καθήσω, παιδιά μου, νά ἐξομολογηθῆτε, καί μεθαύριο νά σᾶς λειτουργήσω νά κοινωνήσετε;
—Ναί, παππούλη, ἀπάντησαν ὅλοι τους μέ ἕνα στόμα συνεπαρμένοι ἀπ᾽ τό θαῦμα.
Ἡ εὐκαιρία ἦταν μοναδική νά κερδιθοῦν οἱ ψυχές αὐτές καί ὀ ἄξιος λευΐτης, πού ἐνδιαφερόταν μόνο γιά νά σωθοῦν ψυχές, τήν ἐξεμεταλλεύθηκε. Σέ λίγο καθισμένος σέ μιά πέτρα κάτω ἀπό ἕνα δέντρο φορώντας τό ἐπιτραχήλι του, μέσα στό κρύο τοῦ χειμῶνα, τούς ἐξομολογοῦσε ἕνα-ἕνα. “Οὕτως ἐκαθέζετο” καί ὁ Κύριος παρά τό φρέαρ τῆς Σιχάρ κάι ἐξομολογοῦσε μιά ἁμαρτωλή»(ΧΒ, 40).


<>



Χρειάζεται πνευματικός οδηγός στην πνευματική ζωή


Σήμερα το πιο απαραίτητο είναι να βρουν οι άνθρωποι έναν πνευματικό , να εξομολογούνται, να του έχουν εμπιστοσύνη και να τον συμβουλεύωνται. Αν έχουν πνευματικό και βάλουν ένα πρόγραμμα με προσευχή και λίγη μελέτη, εκκλησιάζωνται , κοινωνούν , τότε δεν έχουν τίποτε να φοβηθούν σ’ αυτήν την ζωή.

Η ψυχή πρέπει να παρακολουθήται από τον πνευματικό, για να μη λαθέψη τον δρόμο της. Μπορεί να βοηθάη στον αγώνα λ.χ. και η πνευματική μελέτη, αλλά, αν κανείς δεν έχη πνευματικό οδηγό, μπορή να δίνη δικές του ερμηνείες σ’ αυτά που διαβάζει, και να πλανηθή.

Βλέπεις, και όταν κάποιος πάη κάπου με το αυτοκίνητό του και δεν γνωρίζη καλά τον δρόμο, μπορεί να συμβουλεύεται τον χάρτη, αλλά σταματάει κιόλας και ρωτάει, για να μην πάρη λάθος δρόμο. Ξεκινάει, ας υποθέσουμε ,από την Αθήνα να πάη στην Φλώρινα. Έχει χάρτη και τον παρακολουθεί, αλλά ρωτάει και σε κανένα περίπτερο αν πηγαίνη καλά, αν ο δρόμος είναι καλός, γιατί σε καμμιά διασταύρωση υπάρχει κίνδυνος να πάρη άλλο δρόμο και να βρεθή στην Καβάλα ή σε κάποιον γκρεμό να κινδυνέψη να σκοτωθή. Φυσικά, μπορεί κάποιος να ρωτήση, αλλά να μην πάρη τον δρόμο που θα του πουν, και να βρεθή τελικά αλλού, ή να μην προσέξη τα επικίνδυνα σημεία , και να πάθη κακό. Όποιος όμως του δείξη τον δρόμο και συγχρόνως του πη: «Πρόσεξε ,στο τάδε σημείο έχει μια επικίνδυνη στροφή, εκεί έχει έναν γκρεμό…», εκείνος θα έχη τον μισθό του. Το ίδιο, θέλω να πω, πρέπει να γίνεται και στην πνευματική ζωή. Είναι απαραίτητο ο πιστός να έχη πνευματικό οδηγό που θα τον καθοδηγή με τις συμβουλές του και θα τον βοηθάη δια του μυστηρίου της εξομολογήσεως. Έτσι μόνον μπορεί να ζήσει ορθόδοξη πνευματική ζωή και να είναι σίγουρος ότι βρίσκεται στον σωστό δρόμο.

Τον πνευματικό οδηγό φυσικά κανείς θα τον διαλέξη. Δεν θα εμπιστευθή στον οποιονδήποτε την ψυχή του. Όπως για την υγεία του σώματος ψάχνει να βρη καλό γιατρό, έτσι και για την υγεία της ψυχής του θα ψάξη να βρη κάποιον καλό πνευματικό και θα πηγαίνη σ’ αυτόν , τον γιατρό της ψυχής ,τακτικά.

Από το βιβλίο «Πνευματικός αγώνας »
ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΛΟΓΟΙ Γ’
ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ
«ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ»
ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ



<>




Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης (+1994): Η εξομολόγηση λυτρώνει τον άνθρωπο


- Γέροντα, στα πρώτα χρόνια του Χριστιανισμού οι Χριστιανοί έκαναν δημόσια εξομολόγηση. Βοηθάει αυτό;

- Άλλα τα πρώτα χρόνια του Χριστιανισμού και άλλα τώρα. Σήμερα αυτό δεν βοηθάει.

- Γιατί, Γέροντα; Τότε είχαν πιο πολύ ζήλο;

- Και πιο πολύ ζήλο είχαν και δεν είχαν αυτά που έχουν σήμερα οι άνθρωποι. Τώρα, βλέπεις, τα ανδρόγυνα χωρίζουν στα καλά καθούμενα, δεν είναι όπως παλιά.

Έχουν απομακρυνθή οι άνθρωποι από το μυστήριο της εξομολογήσεως, γι' αυτό και πνίγονται από τους λογισμούς και τα πάθη. Πόσοι έρχονται και ζητούν να τους βοηθήσω σε κάποιο πρόβλημα τους, και ούτε εξομολογούνται ούτε εκκλησιάζονται! «Εκκλησιάζεσαι καθόλου;», τους ρωτάω. «Όχι», μου λένε. «Εξομολογήθηκες καμμιά φορά;». «Όχι. Ήρθα να με κάνης καλά». «Μα πως; Πρέπει να μετανοήσης για τα σφάλματά σου, να εξομολογήσαι, να εκκλησιάζεσαι, να κοινωνάς, όταν έχης ευλογία από τον πνευματικό σου, και εγώ θα κάνω προσευχή να γίνης καλά. Ξεχνάς ότι υπάρχει και άλλη ζωή και πρέπει να ετοιμασθούμε για 'κεί;». «Κοίταξε, πάτερ, αυτά που λες, εκκλησίες, άλλη ζωή κ.λπ., εμένα δεν με απασχολούν. Αυτά είναι παραμύθια. Έχω πάει σε μάγους, σε μέντιουμ και δεν μπόρεσαν να με κάνουν καλά. Έμαθα ότι εσύ μπορείς να με κάνης καλά». Άντε τώρα! Τους μιλάς για εξομολόγηση, για την μέλλουσα ζωή, και σου λένε «αυτά είναι παραμύθια», και από την άλλη μεριά: «Βοήθησέ με, παίρνω χάπια». Εμ πως, με μαγικό τρόπο θα γίνουν καλά;

Και βλέπεις, πολλοί, ενώ έχουν προβλήματα που τα προκάλεσαν οι αμαρτίες τους, δεν πηγαίνουν στον πνευματικό που μπορεί να τους βοηθήση θετικά, αλλά καταλήγουν να εξομολογούνται στους ψυχολόγους. Λένε το ιστορικό τους, τους συμβουλεύονται για τα προβλήματά τους και, αν έχουν να περάσουν ένα ποτάμι, τους ρίχνουν μέσα και ή πνίγονται ή βγαίνουν , αλλά που βγαίνουν ... Ενώ, αν πάνε να εξομολογηθούν στον πνευματικό, θα περάσουν στην άλλη όχθη από την γέφυρα άνετα, γιατί με το μυστήριο της εξομολογήσεως ενεργεί η Χάρις του Θεού και λυτρώνονται.

- Γέροντα, μερικοί λένε: «Δεν βρίσκουμε καλούς πνευματικούς, γι' αυτό δεν πάμε να εξομολογηθούμε».

- Αυτά είναι δικαιολογίες. Κάθε πνευματικός έχει θεία εξουσία, εφόσον φοράει πετραχήλι. Τελεί το μυστήριο, έχει την θεία Χάρη και, όταν διαβάση την συγχωρητική ευχή, ο Θεός σβήνει όλες τις αμαρτίες τις οποίες εξομολογηθήκαμε με ειλικρινή μετάνοια. Από μας εξαρτάται πόσο θα βοηθηθούμε από το μυστήριο της εξομολογήσεως. Ήρθε εκεί στο Καλύβι μια φορά κάποιος που είχε ψυχολογικά προβλήματα, με τον λογισμό ότι έχω διορατικό χάρισμα και θα μπορούσα να τον βοηθήσω. «Τι προβλέπεις, μου λέει, για μένα;». «Να βρης, του λέω, έναν πνευματικό να εξομολογήσαι, για να κοιμάσαι σαν το πουλάκι και να μην παίρνης χάπια». «Δεν υπάρχουν, μου λέει, σήμερα καλοί πνευματικοί. Παλιά υπήρχαν». Έρχονται με καλό λογισμό, ότι θα βοηθηθούν, αλλά δεν δέχονται αυτό που τους λες, και κρίμα στα ναύλα.

Βλέπω όμως και μια καινούργια τέχνη του διαβόλου. Βάζει στους ανθρώπους τον λογισμό ότι, αν κάνουν κάποιο τάμα και το εκπληρώσουν, αν πάνε και κανένα προσκύνημα, είναι εντάξει πνευματικά. Και βλέπεις πολλούς να πηγαίνουν με λαμπάδες και με τάματα στα μοναστήρια, στα προσκυνήματα, να τα κρεμάνε εκεί, να κάνουν και μεγάλους σταυρούς, να κλαίνε και λιγάκι, και να αρκούνται σ' αυτά. Δεν μετανοούν, δεν εξομολογούνται, δεν διορθώνονται, και χαίρεται το ταγκαλάκι.

- Γέροντα, ένας άνθρωπος που δεν εξομολογείται μπορεί να είναι εσωτερικά αναπαυμένος;

- Πώς να είναι αναπαυμένος; Για να νιώση κανείς ανάπαυση, πρέπει να πετάξη τα μπάζα από μέσα του. Αυτό θα γίνη με την εξομολόγηση. Ανοίγοντας ο άνθρωπος την καρδιά του στον πνευματικό και λέγοντας τα σφάλματά του, ταπεινώνεται, και έτσι ανοίγει την πύλη του Ουρανού, έρχεται πλούσια η Χάρις του Θεού και ελευθερώνεται.

Πριν από την εξομολόγηση στην κορυφή του υπάρχει ομίχλη, βλέπει θαμπά και δικαιολογεί τα σφάλματά του. Γιατί, όταν ο νους του είναι σκοτισμένος από τις αμαρτίες, δεν βλέπει καθαρά. Με την εξομολόγηση κάνει μια «φούουου», φεύγει η ομίχλη και καθαρίζει ο ορίζοντας. Γι' αυτό, όσους έρχονται να συζητήσουμε ένα θέμα ή να μου ζητήσουν μια συμβουλή κ.λπ., αν δεν έχουν εξομολογηθή ποτέ, τους στέλνω πρώτα να εξομολογηθούν και μετά να έρθουν να μιλήσουμε. Μερικοί μου λένε: «Γέροντα, αφού εσύ μπορείς να καταλάβης τι πρέπει να κάνω γι' αυτό το θέμα, πες μου». «Και να καταλάβω εγώ τι πρέπει να κάνης, τους λέω, δεν θα καταλάβης εσύ τι θα σου πω. Γι' αυτό πήγαινε πρώτα να εξομολογηθής και ύστερα έλα να συζητήσουμε». Γιατί, πώς να επικοινωνήσης και να συνεννοηθής με έναν άνθρωπο, όταν βρίσκεται σε άλλη συχνότητα;

Με την εξομολόγηση πετάει ο άνθρωπος από μέσα του ό,τι άχρηστο έχει και καρποφορεί πνευματικά. Μια μέρα έσκαβα τον κήπο μου, για να φυτέψω λίγες ντοματιές. Εκείνη την ώρα ήρθε κάποιος και μου λέει: «Τι κάνεις, Γέροντα;». «Τι να κάνω; του λέω, εξομολογώ τον κήπο μου». «Καλά, Γέροντα, μου λέει, χρειάζεται και ο κήπος εξομολόγηση;». «Ασφαλώς χρειάζεται. Έχω διαπιστώσει πως, όταν τον εξομολογώ, βγάζω δηλαδή έξω πέτρες, αγριάδες, αγκάθια κ.λπ., τότε βγάζει επίσημα κηπευτικά, αλλιώς οι ντομάτες γίνονται κιτρινιάρικες, καχεκτικές!» ...


<>




Ο διακο-Διονύσιος ο Φιρφιρής διηγείται την μεταστροφή ενός αθέου προς την Θεία Εξομολόγηση και την Εκκλησία


«Διηγήθηκε ὁ διακο-Διονύσιος ὁ Φιρφιρῆς:
“Κάποτε βρέθηκα γιά δουλειά ἔξω στή Θεσ/νίκη. Πῆγα σ᾽ ἕνα ἐστιατόριο νά φάω. Ἔκανα τήν προσευχή μου καί κάθησα νά φάω. Παραδίπλα ἦταν μιά παρέα. Μοῦ λέει κάποιος λαϊκός...
—Λοιπόν, τί μᾶς παριστάνεις τώρα; Τί θέλεις νά μᾶς δείξης;
—Γιά νά μήν μοῦ σταθῆ κανένα κόκκαλο στόν λαιμό, βρέ ἀδελφέ, ἀπάντησα λίγο ὀργισμένα.
Σέ λίγο ἀπ᾽ τό τραπέζι αὐτῆς τῆς παρέας ἀκούστηκε θόρυβος καί βιαστικά κάποιον τόν ἔβγαλαν ἔξω. Ἐγώ δέν γύρισα νά κοιτάξω. Μετά ἀπό καιρό πού ξαναβγῆκα στή Θεσ/νίκη μέ συναντᾶ κάποιος κοντά στό Λευκό Πύργο καί μέ χαιρετᾶ ρωτώντας:
—Μέ γνωρίζεις, Πάτερ;
—Ὄχι, ἀπαντῶ.
—Δέν μέ θυμᾶσαι; Ἐσύ μ᾽ ἔκανες Χριστιανό.
—Δέν σέ θυμᾶμαι.
—Θυμᾶσαι κάποτε σ᾽ ἕνα ἑστιατόριο πού ἔτρωγες καί κάποιος σοῦ εἶπε αὐτό καί αὐτό;
—Ναί, κάτι θυμᾶμαι.
—Ἔ, ἐγώ ἤμουν. Βλέπεις ἐδῶ; Μοῦ στάθηκε ἕνα κόκκαλο στό λαιμό καί μοῦ ἔκαναν ἐγχείρησι γιά νά τό βγάλουν, ἐνῶ συγχρόνως μοῦ ἔδειχνε τό λαιμό του μέ τό σημάδι τῆς τομῆς. Μετά ἀπ᾽ αὐτό καί στήν Ἐκκλησία πηγαίνω καί ἐξομολογοῦμαι καί προσευχή κάνω. Σ᾽ εὐχαριστῶ, Πάτερ· ἐσύ μ᾽ ἔσωσες”»(http://apantaortodoxias.blogspot.com/2022/04/blog-post_304.html).





<>








Ἕνα κείμενο περί Ἐξομολογήσεως

(ἀπό τό βιβλίο «Οἱ περιπέτειες ἑνός προσκυνητοῦ» σελ. 165 ἐκδ. Παπαδημητρίου)


... Εἰς τό τέλος τῆς ἑβδομάδος, ἀφοῦ προπαρασκευάσθηκα καλά γιά τήν ἁγία Κοινωνία, πρίν ἐξομολογηθῶ, ἐσκέφθηκα ὅ-τι ἦταν μιά εὐκαιρία νά κάνω ἐκεῖ μιάν ἐξομολόγησιν ὅσον τό δυνατόν πιό λεπτομερῆ. Ἄρχισα, λοιπόν, τήν προσπάθεια γιά νά θυμηθῶ ὅλα τά ἁμαρτήματα ἀπ’ τήν νεότητά μου καί γιά νά μή τυχόν λησμονήσω ἔστω καί τό παραμικρό, τά ἔγραψα μέ ὅση τό δυνατόν περισσότερη λεπτομέρεια. Ἐγέμισα ἔτσι μιά μεγάλη κόλλα χαρτί μέ ὅλα αὐτά πού ἔγραψα. Ἔπειτα, ὅμως, ἄκουσα ὅτι εἰς τήν Κιταβάγια Παστίνα, πού ἀπέχει περίπου τρία χιλιόμετρα ἀπό ἐκεῖ, ἐζοῦσεν ἕνας ἀσκητής ἱερεύς, ὁ ὁποῖος ἦτο σοφός ἄνθρωπος καί γεμᾶτος ἀπό κατανόηση. Ὁποιοσδήποτε ἐπήγαινεν εἰς αὐτόν γιά νά ἐξομολογηθεῖ, εὑρισκόταν σέ μιάν ἀτμόσφαιρα γεμάτη ἀπό μειλιχιότητα καί συμπάθεια, ἀποχωροῦσε δέ χορτᾶτος ἀπό διδασκαλία γιά τήν σωτηρία του καί ἤρεμος ψυχικά. Μέ μεγάλην εὐχαρίστηση ἐπληροφορήθηκα γιά ὅλα αὐτά καί ἀνεχώρησα ἀμέσως νά συναντήσω τόν ἄγιον αὐτόν γέροντα.

Ὅταν ἔφθασα, εἰς τήν ἀρχή, ἐζήτησα ὁλίγες συμβουλές, ὕστε-ρα δέ ἀπό κάμποσην ὥρα συνομιλίας τοῦ ἐδιάβασα τό χαρτί μέ τίς ἁμαρτίες μου, πού εἶχα γράψει. Ὅταν ἐτελείωσα τό διάβασμα, ἐκεῖνος μοῦ εἶπε:

«Παιδί μου, πολλά ἀπ’ αὐτά πού μοῦ ἐδιάβασες εἶναι χωρίς καμμιά ἀξία, οἱ συμβουλές μου δέ γιά τήν ἐξομολόγηση εἶναι γενικά οἱ ἐξῆς:

Πρῶτον: Δέν εἶναι ἀνάγκη νά ἐξομολογῆσαι ἁμαρτήματα γιά τά ὁποῖα ἄλλοτε μετενόησες, τά ἐξαγορεύθηκες καί ἐπῆρες τήν συγχώρηση. Ὅταν τά ξαναεξομολογῆσαι εἶναι σάν νά θέτεις σέ ἀμφιβολία τή δύναμη τοῦ Μυστηρίου τῆς θείας Ἐξομολογήσεως.

Δεύτερον: Δέν πρέπει νά θυμᾶσαι εἰς τήν ἐξομολόγηση οὔτε καί νά ἀναφέρεις εἰς αὐτήν ἄλλα τυχόν πρόσωπα πού συνέβη νά εἶναι συνδεδεμένα μέ τίς ἁμαρτίες σου. Δηλαδή, πρέπει νά ἐξομο-λογηθεῖς τά ἰδικά σου μόνον ἁμαρτήματα καί νά κρίνεις τόν ἑαυτό σου μόνον καί κανέναν ἄλλον.

Τρίτον: Δέν πρέπει νά ξεχνᾶς ὅτι οἱ ἅγιοι Πατέρες μᾶς ἀπα-γορεύουν νά ἀναφέρουμε μέ ὅλες τίς λεπτομέρειες τά διάφορα ἁμαρτήματά μας, ἐπειδή εἶναι καλύτερο νά τά ὁμολογοῦμε καί νά τά ἀναγνωρίζουμε εἰς τίς γενικές τους γραμμές γιά νά ἀποφεύγεται ὁ πειρασμός ἀπό τήν ἐπανάληψη τῶν λεπτομερειῶν καί γιά τόν ἑαυτό μας καί γιά τόν πνευματικό.

Τέταρτον: Ὅταν μετανοεῖς πρέπει νά μετανοεῖς εἰλικρινά καί πραγματικά γιατί εἶναι γεγονός ὅτι ἡ μετάνοιά σου αὐτή σήμερα εἶναι ἀφρόντιστη χλιαρή καί πρόχειρη.

Πέμπτον: Ἀσχολήθηκες σήμερα μέ ἕνα σωρό λεπτομέρειες, ἐνῶ παρέλειψες τό κυριότερο πρᾶγμα, δηλαδή δέν ἀνέφερες τίς πιό βαρειές ἀπ’ ὅλες τίς ἁμαρτίες, γιατί δέν παραδέχθηκες, οὔτε ἔγραψες εἰς τό χαρτί, ὅτι δέν ἀγαπᾶς τόν Θεό, ὅτι μισεῖς τόν πλησίον σου, ὅτι δέν πιστεύεις εἰς τόν Λόγον τοῦ Θεοῦ, καί ὅτι εἶσαι γεμᾶτος ἀπό ὑπερηφάνεια καί φιλοδοξία, γεγονότα πού ἀποτελοῦν τήν τετρα-πλῆ μάζα τοῦ κακοῦ καί τά ὁποῖα εἶναι ἡ αἰτία ὅλων τῶν ἄλλων ἁμαρτημάτων μας. Αὐτά εἶναι οἱ τέσσερεις κυριώτερες ρίζες, ἀπό τίς ὁποῖες φυτρώνουν ὅλα τά ἄλλα ἁμαρτήματα εἰς τά ὁποῖα πέφτουμε ὅλοι».

Ἡ ἔκπληξίς μου πραγματικά ἦταν μεγάλη ἀπό ὅσα ἄκουσα, γι’ αὐτό ἀπευθυνόμενος πρός τόν φημισμένο αὐτόν πνευματικό, τοῦ εἶπα:

«Νά μέ συγχωρήσεις, σεβαστέ πάτερ, ἀλλά πῶς εἶναι δυνατόν νά μή ἀγαπῶ τόν Θεό, τόν Πατέρα ὅλων μας καί Συντηρητή; Σέ τί ἄλλο θά μποροῦσα νά πιστεύσω, ἐκτός ἀπό τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ, ἡ εὐλογία τοῦ ὁποίου ἁγιάζει τά πάντα; Ἐγώ θέλω πάντα τό καλό τοῦ πλησίον μου, ποιόν δέ λόγο θά εἶχα γιά νά τούς μισῶ; Ὡς πρός τήν ὑπερηφάνεια, δέν ἔχω τίποτα γιά νά ὑπερηφανευθῶ, ἐκτός ἀπ’ τά ἀναρίθμητά μου ἁμαρτήματα. Ἀλλ’ ἀκόμη τί καλό ἔχω ἐπάνω μου γιά νά ὑπερηφανευθῶ; Μήπως τά πλούτη μου ἤ τήν ὑγεία μου; Μόνον ἄν ἤμουν μορφωμένος ἤ πλούσιος, θά μποροῦσα νά ἔχω πέσει σέ σφάλματα σάν αὐτά πού μοῦ ἀνέφερες».

«Ἀγαπητέ μου, εἶναι κρῖμα πού τόσο λίγο κατάλαβες τί ἐν-νοῶ μέ αὐτά πού εἶπα. Κοίταξε! Θά διδαχθεῖς πολύ καί γρήγορα, ἀπάνω σέ ὅσα σοῦ εἶπα, ἐάν διαβάσεις αὐτές τίς σημειώσεις πού σοῦ δίνω, τίς ὁποῖες καί ἐγώ χρησιμοποιῶ εἰς τήν ἐξομολόγησή μου. Διάβασέ τες προσεκτικά καί θά καταλάβεις ἐντελῶς καθαρά τήν ἀκριβῆ ἀπόδειξη ὅλων αὐτῶν πού σοῦ εἶπα καί τά ὁποῖα σέ ἐξέ-πληξαν»

Μού ἔδωσε τίς σημειώσεις καί ἐγώ ἄρχισα νά τίς διαβάζω. Οἱ σημειώσεις αὐτές ἔχουν ἀκριβῶς ὡς ἐξῆς:

«Ἐξομολόγηση πού ὁδηγεῖ τόν ἔσω ἄνθρωπο σέ ταπείνωση».

«Στρέφοντας τά μάτια μου προσεκτικά εἰς τόν ἑαυτό μου καί παρακολουθῶντας τήν πορεία τῆς ἐσωτερικῆς μου καταστάσεως, πι-στοποιῶ ἀπό τήν πεῖρα μου, ὅτι δέν ἀγαπῶ τόν Θεόν, ὅτι δέν ἔχω θρησκευτική πίστη καί ὅτι εἶμαι γεμᾶτος ἀπό ὑπερηφάνεια καί ὑλο-φροσύνη. Ὅλα αὐτά τά βρίσκω εἰς τόν ἑαυτό μου μετά ἀπό λεπτο-μερῆ ἐξέταση τῶν αἰσθημάτων καί τῆς συμπεριφορᾶς μου.

Δέν ἀγαπῶ τόν Θεό. Ἄν ἀγαποῦσα πραγματικά τόν Θεό θά εἶχα συνεχῶς τήν σκέψη μου στραμμένη πρός Αὐτόν καί θά ἤμουν εὐ-τυχισμένος. Κάθε σκέψη γιά τό Θεό θά μοῦ ἔδινε χαρά καί ἀγαλ-λίαση. Ἀντιθέτως, ὅμως, πολύ συχνότερα καί πολύ εὐκολώτερα σκέπτομαι διάφορα γήινα πράγματα, ἐνῶ ἡ ἀπασχόληση τῆς σκέψεώς μου μέ τόν Θεό καταντᾶ ἐργασία ἐπίπονη καί ξερή. Ἐάν ἀγαποῦσα τόν Θεόν, ἡ συνομιλία μου μέ Αὐ-τόν, διά τῆς προσευχῆς θά ἦτο ἡ τροφή καί ἡ τρυφή μου καί θά μέ ὡδηγοῦσε σέ ἀδιάσπα-στη ἐπικοινωνία μέ Αὐτόν. Ὅμως, ὅλως ἀντίθετα, ὄχι μόνο δέν εὑρίσκω εὐχαρίστηση εἰς τήν προσευχή μου ἀλλά χρειάζεται κάθε φορά νά καταβάλλω προσπάθεια γιά νά προσευχηθῶ. Ἀγωνίζομαι κατά τῆς ἀπροθυμίας, νικῶμαι ἀπό τήν ἁμαρτωλότητά μου καί εἶμαι πάντα πρόθυμος νά καταπατῶ μέ κάθε ἀνόητη σκέψη καί πρᾶγμα, ἀκόμη καί κατά τήν ὥρα τῆς προ-σευχῆς, γεγονότα, πού, ὅπως εἶναι φυσικόν, μικραίνουν τήν προσευχή καί ἀπομακρύνουν τήν σκέψιν ἀπό αὐτήν. Ὁ καιρός μου περνᾶ ἀχρησιμοποίητος ἤ μᾶλλον χρησιμοποιεῖται σέ μάταιες ἀπασχολήσεις, ὅταν δέ ἀπασχολοῦμαι μέ τόν Θεόν, ὅταν θέτω τόν ἑαυτόν μου κάτω ἀπό τήν παρουσία Του, τότε κάθε ὥρα μοῦ φαίνεται πώς εἶναι ἕνας ὁλόκληρος χρόνος. Ὅταν ἕνας ἄνθρωπος ἀγαπᾶ κάποιο πρόσωπο, τό σκέπτεται ὅλη τήν ἡμέρα χωρίς διακοπή, διατηρεῖ συνεχῶς τήν εἰκόνα του μέσα εἰς τήν καρδιά του, φροντίζει γι’ αὐτό καί σέ καμμιά περίπτωση τό ἀγαπημένο του πρόσωπο δέν φεύγει ἀπό τήν σκέψη του. Ἐγώ, ὅμως ὁλόκληρη τήν ἡμέρα, εἶναι ζήτημα ἄν ξεχωρίζω ἔστω καί μιάν ὥρα γιά νά βυθισθῶ σέ ἐντρύφηση καί θεία μελέτη, γιά νά ζωογονήσω τήν καρδιά μου μέ τήν ἀγάπη μου πρός Αὐτόν, ἐνῶ μέ εὐκολία καί εὐχαρίστηση ἐξοδεύω τίς εἴκοσι τρεῖς ὧρες τοῦ ἡμερονυκτίου σάν μιά θερμή προσφορά καί θυσία εἰς τά εἴδωλα τῶν διαφόρων παθῶν.

Ὁλονένα συζητῶ γιά τιποτένια πράγματα καί γεγονότα, τά ὁποῖα μολύνουν τό πνεῦμα, κι αὐτό μοῦ δίνει εὐχαρίστηση. Εἰς τίς σκέψεις μου γιά τόν Θεό, εἶμαι ξηρός, ἀπρόθυμος καί ἀμελής. Κι ὅταν ἀκόμη χωρίς νά τό θέλω, συμβαίνει ὥστε ἄλλοι νά μέ παρακινήσουν σέ πνευματική συζήτηση, κοιτάζω νά μετατρέψω τό θέμα σέ κάτι ἄλλο, πιό εὐχάριστο εἰς τίς ἐπιθυμίες μου. Εἶμαι τρομερά περίεργος γιά κάθε μοντέρνο, γιά τά πολιτικά καί γιά χίλια δυό ἄλλα ζητήματα. Πολύ συχνά ζητῶ τήν ἱκανοποίηση εἰς τήν ἀγάπη πρός τίς κοσμικές γνώσεις, εἰς τήν ἐπιστήμη, εἰς τήν τέχνη, καί θέλω ὅλο καί περισσότερα ἀγαθά νά ἀποκτήσω. Ἡ μελέτη τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ, ἡ γνῶσις Αὐτοῦ καί τῆς Θρησκείας, δέν μοῦ κάνουν πολλήν ἐντύπωσιν, οὕτε ἱκανοποιοῦν τήν πνευματική πεῖνα τῆς ψυχῆς μου. Ὅλα αὐτά τά παραδέχομαι ὅτι εἶναι ὄχι μόνον ἀνούσια ἀπασχόληση γιά ἕνα χριστιανό, ἀλλ’ ἐπί πλέον καί ἀνωφελής.

Ἐάν ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό εἶναι ἡ τήρησις τῶν ἐντολῶν Του, ὅπως ὁ Χριστός εἶπε «εἰ ἀγαπᾶτε με τάς ἐντολάς τάς ἐμᾶς τηρήσατε» ἐγώ ὄχι μόνο δέν τηρῶ τάς ἐντολάς Του, ἀλλ’ οὔτε καμμιά προσπάθεια καταβάλλω νά κατορθώσω τήν τήρησή τους. Ἔτσι εἶναι ἀπόλυτη ἀλήθεια, τήν ὁποία εὔκολα συμπεραίνει κανείς, ὅτι δέν ἀγαπῶ τόν Θεόν. Ἐπάνω σ’ αὐτό ὁ Μέγας Βασίλειος λέει: Ἡ ἀπόδειξις ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν ἀγαπᾶ τόν Θεό καί τόν Χριστόν, ἔγκειται εἰς τό γεγονός ὅτι δέν τηρεῖ τάς ἐντολάς του.

Δέν ἀγαπῶ οὔτε τόν πλησίον μου. Ἐάν ἀγαποῦσα τόν πλησίον μου, θά ἦτο δυνατόν νά σκεφθῶ καί νά ἀπόφασίσω νά δώσω καί τήν ζωήν μου γι’ αὐτόν, ἐάν θά ὑπῆρχε ἀνάγκη. Ὄχι, ὅμως, αὐτό μόνον δέν κάνω, ἀλλ’ οὔτε καί τήν παραμικρή θυσία εἶμαι διατεθειμένος νά ὑποστῶ γι’ αὐτόν. Ἐάν ἀγαποῦσα τόν πλησίον μου, σύμφωνα μέ τήν ἐντολήν τοῦ Εὐαγγελίου, οἱ λύπες του θά ἦσαν καί δικές μου λύπες καί οἱ χαρές του θά ἀντανακλοῦσαν εἰς τό πρόσωπό μου, ὅπως εἰς τό δικό του. Ἀντι-θέτως, ὅμως, εὐχαριστοῦμαι νά ἀκούω διάφορα ἄσχημα πράγματα γι’ αὐτόν, ἀντί νά λυποῦμαι καί νά πονῶ. Τό κάθε κακό τυχόν πού ἀκούω γιά τόν πλησίον μου, ὄχι μόνον δέν τό σκεπάζω μέ ἀγάπη, ἀλλά τό διατυμπανίζω ὅπου μπορῶ μέ ἐσωτερικήν ἱκανοποίηση. Ἡ εὐτυχία τοῦ πλησίον μου, ἡ τιμή του, τά ἀγαθά του δέν μέ εὐφραίνουν, μοῦ δίνουν δέ ἀντιθέτως τό συναίσθημα τῆς ἀδια-φορίας. Τέλος, ὄχι λίγες φορές, καταλαμβάνουν τήν ψυχή μου περιφρόνηση καί φθόνος γιά τόν πλησίον μου.

Δέν ἔχω θρησκευτική πίστη. Οὔτε εἰς τήν ἀθανασίαν, οὔτε εἰς τό Εὐαγγέλιο, διότι ἐάν ἤμουν τέλεια πεπεισμένος καί ἐπίστευα χωρίς ἀμφιβολία ὅτι μετά ἀπό τόν τάφο ξανοίγεται ἡ αἰώνιος ζωή καί ἡ ἀνταπόδοσις τῶν πεπραγμένων αὐτοῦ τοῦ κόσμου, θά ἐσκε-πτόμουν συνεχῶς αὐτό, χωρίς ἀνάπαυλα. Ἡ ἰδέα τῆς ἀθανασίας θά μέ συνέτριβε κυριολεκτικά καί θά ἐζοῦσα αὐτήν τήν πρόσκαιρη ζωή σάν ἕνας ξένος καί παρεπίδημος, που ἔχει πάντα εἰς τόν νοῦ του τήν φροντίδα νά ἀξιωθεῖ κάποτε νά φθάσει εἰς τήν γλυκειά του πατρίδα. Ἀντίθετα, ὅμως, ἐγώ οὔτε κάν σκέπτομαι γιά τήν αἰωνιότητα καί συμπεριφέρομαι εἰς τήν ζωή μου σάν νά πιστεύω ὅτι τό τέλος τοῦ παρόντος βίου εἶναι καί τό τέρμα τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεώς μου. Μέσα μου φωλιάζει ὑποσυνείδητα ἡ σκέψις πού συνοψίζεται εἰς τό : ποιός ξέρει καί ποιός εἶδε τά μετά θάνατον;

Ὅταν μιλῶ γιά τήν ἀθανασία, τό μυαλό μου συμφωνεῖ μ’ ἐκείνην, ἐνῶ ἡ καρδιά μου πολύ ἀπέχει ἀπό τοῦ νά εἶναι πεπεισμένη γι’ αὐτήν. Ὅλη αὐτή ἡ ἀπιστία μου ἀ-ποδεικνύεται ἀπό τίς πράξεις μου καί ἀπό τήν συνεχεῖ φροντίδα νά ἱκανοποιῶ τήν ζωή τῶν αἰσθήσεων. Ἐάν ἡ διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου εἶχε κυριαρχήσει εἰς τή καρδιά μου μέ τήν ἀνάλογη πίστη, θά εἶχα καταλυφθεῖ ἀπ’ τό Λόγο τοῦ Θεοῦ καί θά τόν ἐμελετοῡσα, θἄβρισκε δέ ἡ ἀφοσίωσις καί ἡ προσοχή τήν κατοικία της εἰς τήν ψυχή μου. Ἡ προσοχή, ἡ εὐσπλαγχνία, ἡ ἀγάπη πού κρύπτονται μέσα εἰς Αὐτόν θά μέ ὡδηγοῦσαν εἰς τήν χαρά καί τήν εὐτυχία τῆς μελέτης τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ νύκτα καί ἡμέρα. Εἰς τήν μελέτην αὐτήν θά εὕρισκα τροφή πνευματική, τόν ἐπιούσιον ἄρτον τῆς ψυχῆς μου καί ἡ καρδία μου θά παρεκινεῖτο εἰς τήν τήρησή του.

Τίποτα εἰς τόν κόσμον αὐτόν δέν θἆ-ταν δυνατό νά μέ ἀπο-τρέψει ἀπ’ τήν ἐφαρμογή της εἰς τήν ζωή μου. Ἀντιθέτως, ὅμως, ὅταν κάθε τόσο διαβάζω ἤ ἀκούω τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ, ἄν ἡ ἀνάγκη ἤ ἡ ἀγάπη πρός τή γνώση μέ ὠθοῦν πρός τοῦτο, τόν παρακολουθῶ χωρίς τήν δέουσα προσοχή καί τόν εὑρίσκω τίς περισσότερες φορές καταθλιπτικό ἤ χωρίς σπουδαῖο ἐνδιαφέρον. Συνήθως φθάνω εἰς τό τέλος τῆς μελέτης του χωρίς σπουδαία ὡφέλεια καί πάντα πρόθυμος νά τόν ἀλλάξω μέ ἐλαφρά ἀναγνώσματα πού μοῦ εἶναι πολύ ἐν-διαφέροντα καί μέ εὐχαριστοῦν.

4. Εἶμαι πλήρης ἀπό ὑπερηφάνεια καί φιλαυτία. Ὅλες μου οἱ ἐνέργειες τό βεβαιώνουν. Βλέποντας κάτι καλό εἰς τόν ἑαυτόν μου, ἐπιθυμῶ νά τό κάνω ἐμφανές ἤ νά ὑπερηφανευθῶ γι’ αὐτό μπροστά σέ ἄλλους ἀνθρώπους ἤ νά τό θαυμάσω μόνος μου ἐσωτερικῶς. Ἄν καί ἐπιδεικνύω μίαν ἐξωτερική ταπεινοφροσύνη, τήν ἀποδίδω σέ ἀποτελεσματικότητα τῆς ἰδικῆς μου δυνάμεως, θεωρῶ δέ τόν ἑαυτόν μου ἤ ἀνώτερον ἀπό τούς ἄλλους, ἤ τουλάχιστον ὄχι χειρότητό τους. Ὅταν ἀνακαλύπτω ἕνα σφάλμα μου προσπαθῶ νά τό δικαιολογήσω καί νά τό σκεπάσω, λέγοντας: Τί νά κάνω; Ἔτσι εἶμαι φτιαγμένος, ἤ δέν πειράζει, κανείς δέν θά μέ παρεξηγήσει. Θυμώνω μέ ὅσους δέν δείχνουν ἐκτίμηση πρός τό πρόσωπό μου καί τούς πιστεύω ὅτι εἶναι ἄνθρωποι πού δέν ἠμπο-ροῦν νά ἐκτιμήσουν τήν ἀξία τοῦ ἄλλου. Ἀγάλλομαι γιά τά χαρίσματά μου, καί ὅλες μου τίς πτώσεις τίς θεωρῶ ἐντελῶς προσωπικό μου ζήτημα. Ἐνῶ εἶμαι μεμψίμοιρος, εὑρίσκω εὐχαρίστησιν εἰς τίς ἀτυχίες τῶν ἐχθρῶν μου. Ὅταν ἀγωνίζωμαι γιά κάτι καλό τό κάνω μέ τόν σκοπό ἤ νά κερδίσω ἐπαίνους, ἤ νά δώσω κάποια ἐλαστικότητα εἰς τόν πνευματικό μου ἑαυτό, ἤ νά πάρω μιά πρόσκαιρη παρηγορία.

Μέ μιά λέξη, συνεχῶς κατασκευάζω ἕνα εἴδωλο τοῦ ἑαυτοῦ μου πρός τό ὁποῖον ἀποδίδω ἀδιάκοπες τίς ὑπηρεσίες μου, φροντίζοντας μέ κάθε τρόπο γιά τήν εὐχαρίστησή μου καί τήν καλλιέργεια τῶν παθῶν καί τῶν ἐπιθυμιῶν μου. Πράττοντας ὅλα αὐτά ἀναγωρίζω τόν ἑαυτόν μου νά εἶναι γεμᾶτος ἀπό ὑπερηφάνεια, ἀπό διάφορες σαρκικές ἐπιθυμίες, ἀπό ἀπιστίαν, ἀπό ἔλλειψιν ἀγάπης πρός τόν Θεό καί ἀπό κακία πρός τόν πλησίον μου. Ποιά κατάσταση θά μποροῦσε νά ὑπάρξει πιό ἁμαρτωλή ἀπό αὐτήν; Ἡ κατάστασις τῶν πνευμάτων τοῦ σκότους πρέπει νά εἶναι καλύτερη ἀπό τήν ἰδικήν μου. Ἐκεῖνα, ἄν καί δέν ἀγαποῦν τόν Θεό, ἄν καί μισοῦν τούς ἀνθρώπους καί τροφή τους εἶναι ἡ ὑπερηφά-νεια, μ’ ὅλα ταῦτα πιστεύουν εἰς τόν Θεό καί φρίττουν. Ἐγώ ὅμως; Μπορῶ νά βρεθῶ σέ χειρότερη κόλασιν ἀπ’ αὐτήν πού ἀντιμε-τωπίζω; Πῶς δέ δέν θά λάβω τήν πιό αὐστηρή τιμωρία γιά τήν ἀνόητη καί ἀπρόσεκτη ζωή μου, τήν ὁποίαν ἀναγνωρίζω ὅτι ζῶ;

Διαβάζοντας ὅλον αὐτόν τόν τύπον τῆς ἐξομολογήσεως πού μοῦ ἔδωσεν ὁ ἱερεύς, τρομοκρατημένος ἐσκέφθηκα καί εἶπα μέσα μου: «Θεέ καί Κύριε! Τί φοβερά ἁμαρτήματα ὑπάρχουν κρυμμένα μέσα μου καί μέχρι τώρα δέν τά εἶχα ἀνακαλύψει!». Ἡ ἐπιθυμία νά καθαρισθῶ ἀπό αὐτά μέ ἔκαναν νά ἱκετεύσω αὐτόν τόν μεγάλον ἐξομολόγο νά μέ διδάξει πῶς νά γνωρίσω τήν αἰτίαν ὅλου αὐτοῦ τοῦ κακοῦ καί πῶς νά θεραπεύσω ἀπ’ αὐτό τόν ἑαυτόν μου. Ἔτσι ὁ ἅγιος αὐτός πνευματικός ἄρχισε νά μέ καθοδηγεῖ λέγοντας: Παιδί μου καί ἀδελφέ μου, ἡ αἰτία τῆς ἐλλείψεως ἀγάπης πρός τόν Θεό εἶναι ἔλλειψις πίστεως. Ἡ ἔλλειψις αὐτή τῆς πίστεως εἶναι ἡ αἰτία τῆς ἐλλείψεως τῆς πεποιθήσεως καί ἡ αἰτία τοῦ τελευταίου αὐτοῦ, εἶναι ἡ ἀποτυχία μας ὡς πρός τήν ἀναζήτηση τῆς ἀληθινῆς καί ἁγίας γνώσεως καί ἡ ἀδιαφορία μας ὡς πρός τήν ἀναζήτηση τοῦ φωτός τοῦ πνεύματος. Μέ μιά λέξη ἄν δέν πιστεύεις δέν μπορεῖς νά ἀγαπᾶς... Μέ τήν ἁγιαστική μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καί μέ τήν ἀπόκτηση πείρας, πρέπει νά γεννηθεῖ εἰς τήν ψυχή σου μία δίψα, μιά ἀκατάσχετη ἐπιθυμία, κάτι σάν θαῦμα, τό ὁποῖον θά σοῦ φέρει μιάν ἀσίγαστη ἐπιθυμία νά μάθεις, ὅσο μπορεῖς πιό πολύ, πιό τέλεια, πιό βαθειά, ὅ,τι περιβάλλει ὅλους μας...

Φαντάζομαι τώρα πώς θά κατάλαβες ὅτι ἡ αἰτία τῶν ἁμαρτημάτων, τά ὁποῖα ἐδιάβασες προηγουμένως, εἶναι ἡ ἀδράνεια τῆς ψυχῆς μας γιά σκέψεις ἐπάνω σέ πνευματικά πράγματα, ἀδράνεια πού ξηραίνει τά συναισθήματα καί τήν ἀνάγκη τῆς ψυχῆς γιά παρόμοιες πνευματικές ἐντρυφήσεις. Ἐάν θέλεις νά μάθεις πῶς θά νικήσεις αὐτήν τήν αἰτία τοῦ κακοῦ, φρόντισε νά ἀποκτήσεις μέ ὅλη σου τήν δύναμη τήν φώτιση τοῦ πνεύματος, τήν φώτιση τῆς ψυχῆς, μέ ἐπιμελῆ καί ἁγιαστική μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, μέ τήν μελέτη τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, μέ τίς συμβουλές πνευματικῶν ἀν-θρώπων καί μέ συζητήσεις μέ ἄτομα πού εἶναι σοφοί καί γεμᾶτοι ἀπό Χριστό... Ἄς κάνουμε τήν προσπάθεια αὐτή καί ἄς προσευχώμεθα, ὅσο συχνότερα μποροῦμε μέ τά λόγια: Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, κάνε μας νά σέ ἀγαπήσουμε τόσον, ὅσο πρίν γνωρίσουμε Σένα, ἀγαπούσαμε τήν ἁμαρτία.


<>





Ο Γέροντας Εφραίμ της Αριζόνας θεραπεύει δαιμονισμένη στον Καναδά και έπειτα εκείνη του ζητάει να εξομολογηθεί

Γέροντας Εφραίμ της Αριζόνας:

“Είχα πάει στον Καναδά και εκεί μίλησα στην Ελληνική ομογένεια, για τον διάβολο, για το πώς μάς ξεγελά και μάς υποσκελίζει στην αμαρτία. Όταν τελείωσα την ομιλία και έφευγε ό κόσμος από το χώρο όπου έγινε ή ομιλία, ξαφνικά άρχισε να γίνεται ένας μεγάλος σαματάς. Ήρθαν κάποιες κυρίες τότε και με ενημέρωσαν ότι κάποια μεγαλοκυρία είχε δαιμονιστεί. Φώναζε και ούρλιαζε ή δαιμονισμένη λέγοντας λόγια για μένα:

Με φανέρωσε αυτός ό άνθρωπος, με έβγαλε στη φόρα. Τί γυρεύει εδώ στον Καναδά; Ήρθε να πάρει τούς δικούς μου, τούς οποίους είχα καλά δεμένους. Θα του κάνω κακό και θα τον εκδικηθώ και πολλά άλλα παρόμοια έλεγε ή δαιμονισμένη.

Την μετέφεραν σέ ένα δωμάτιο. Και μόλις λίγο ηρέμησε, πήγα και την συνάντησα. Είχε κλειστά τα μάτια και έτρεμε σαν το ψάρι. Κατά το χρέος μου άνοιξα το Ευχολόγιο, φόρεσα το πετραχήλι μου και της διάβασα τις ευχές του Μεγάλου Βασιλείου και όταν τελείωσα, άνοιξε τα μάτια, σταμάτησε να τρέμει και με λέει:

Πάτερ, θέλω να εξομολογηθώ! Πράγματι την εξομολόγησα. Ή κοπέλα αυτή είχε δαιμόνιο για πολλά χρόνια, αλλά δεν είχε εκδηλωθεί μέσα της. Κοινωνούσε, εκκλησιαζόταν κανονικά, αλλά δεν γνώριζε oτι ήταν δαιμονισμένη.

Με αφορμή όμως εκείνη την ομιλία πού είχα κάνει εκδηλώθηκε το δαιμόνιο πού είχε.
Πολλοί πού ήταν παρόντες στο σκηνικό με την δαιμονισμένη, ωφελήθηκαν πολύ και άνθρωποι πού δεν πίστευαν στα δαιμόνια και στον διάβολο, πίστεψαν στην ύπαρξη των πονηρών πνευμάτων από το περιστατικό αυτό.

Το περιστατικό απλώθηκε πολύ γρήγορα στην ευρύτερη περιοχή και με πήραν τηλέφωνο και από τις Η.Π.Α να πάω και εκεί στην ομογένεια να τούς μιλήσω και να τούς εξομολογήσω. Έτσι με τη Χάρη του Θεού πήγα και σέ εκείνους τούς ανθρώπους και βοηθήθηκαν και εκείνοι”.

Από το βιβλίο: Ο Θεός Είναι Μαζί μας, Εμείς Είμαστε Μαζί Του;, εκδ. Ορθόδοξη Κυψέλη, Θεσσαλονίκη 2015


<>




Λόγος περί εξομολογήσεως

Άγιος Γέροντας Κλεόπας Ηλιέ της Ρουμανίας (+1998)

Ο όσιος Παΐσιος ο Μέγας λέγει ότι: «Η εξομολόγησις των λογισμών στον Πνευματικό είναι το θεμέλιο της πνευματικής ζωής και η ελπίς της σωτηρίας για όλους τους πιστούς»

Πατέρες και αδελφοί,

Ένα από τα μεγαλύτερα πνευματικά καθήκοντα των μοναχών αλλά και των λαϊκών χριστιανών, είναι η εξομολόγησις των αμαρτιών. Γι αυτό, όσα πρόκειται να είπω παρακάτω, θα έχουν σχέσι με αυτό το Μυστήριο.

Κατ’ αρχάς πρέπει να έχουμε υπ’ όψιν μας ότι όλοι οι άνθρωποι είμεθα αμαρτωλοί ενώπιον του Θεού, άλλοι περισσότερο και άλλοι ολιγώτερο. Αυτό μας το λέγει και η Αγία Γραφή ως εξής: «Τίς γάρ ων βροτός, ότι έσται άμεμπτος, ή ως εσόμενος δίκαιος γεννητός γυναικός;» (Ιώβ 15, 14), ενώ ο Ευαγγελιστής Ιωάννης λέγει στην πρώτη του επιστολή στίχο 8 και 9 «Εάν είπωμεν ότι αμαρτίαν ούκ έχομεν, εαυτούς πλανώμεν και η αλήθεια ούκ έστιν εν ημίν. Εάν ομολογώμεν τας αμαρτίας ημών, πιστός έστι και δίκαιος, ίνα αφή ημίν τας αμαρτίας και καθαρίση ημάς από πάσης αδικίας».

Η εξομολόγησις για να είναι σωστή και ευάρεστος στον Θεό, πρέπει να έκπληροί τις έξης προϋποθέσεις:

1. Πρέπει να γίνεται ενώπιον του Πνευματικού.

2. Να είναι πλήρης. Δηλαδή να περιλαμβάνη όλα τα γενόμενα αμαρτήματα από τον εξομολογούμενο από την παιδική του ηλικία η από την τελευταία του εξομολόγησι και να μη αποκρύπτη τίποτε απ’ αυτά.

3. Να γίνεται με την θέλησή μας σύμφωνα με την Αγία Γραφή που λέγει: «Και εκ θελήματος μου εξομολογήσομαι αυτώ» (Ψαλμ. 21,7).

4. Να γίνεται με ταπείνωσι και συντριβή, όπως λέγει η Γραφή: «καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην ο Θεός ούκ εξουδενώσει» (Ψαλμ. 50,18). 5

5. Να είναι άσπιλος, δηλαδή να μη ενοχοποιή άλλους ο εξομολογούμενος, ούτε τους άλλους ανθρώπους, ούτε κάποιο από τα κτίσματα του Θεού, ούτε ακόμη και τον διάβολο, αλλά μόνο τον εαυτό του να θεωρή ένοχο και υπεύθυνο για τις πράξεις του, όπως λέγει ο Ιερός Χρυσόστομος: «Εάν θέλης να κατηγορήσης κάποιον, μόνο τον εαυτό σου να κατηγορήσης», ενώ ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος λέγει: Λέγε και μη εντρέπεσαι: «ιδικό μου είναι το πρήξιμο, πάτερ, ιδική μου είναι και η πληγή από την ακηδία μου έγινε το τάδε και το τάδε έργο και όχι από άλ¬λον. Κανείς δεν είναι ένοχος γι’ αυτό ούτε άνθρωπος, ούτε πνεύμα, ούτε σώμα, ούτε κάποιος άλλος, παρά η οκνηρία μου».

6. Πρέπει να είναι ειλικρινής, δηλαδή να λέγη την αλήθεια ο χριστιανός και μόνο αυτά τα οποία έκανε ο ίδιος χωρίς να φανερώνη ονόματα προσώπων με τα όποια έχουν σχέση οι αμαρτίες του. Ο Θεός αγαπά την αλήθεια, κατά την μαρτυρία της Γραφής που λέγει: «έστι γάρ αισχύνη επάγουσα αμαρτίαν, και έστιν αισχύνη δόξα και χάρις» (Σοφία Σειράχ 4, 21). Η εντροπή αυτή την οποία υπομένεις στην εξομολόγησι σε απαλλάσσει από την εντροπή εκείνη την οποία με αισθανθούμε όλοι οι άνθρωποι την φοβερά εκείνη ημέρα της Μελλούσης Κρίσεως, όπως λέγει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος στον 4ο Λόγο του: «Δεν γίνεται παρά μόνο με την εντροπή να λυτρωθής από την αιωνία εντροπή».

7. Η εξομολόγησις να είναι αποφασιστική, δηλαδή να πάρουμε μία μεγάλη απόφασι ενώπιον του Πνευματικού ότι δεν με αμαρτήσουμε πλέον με την βοήθεια της θείας Χάριτος και μάλιστα, καλλίτερα χιλιάδες φορές να αποθάνουμε, παρά να αμαρτήσουμε με την θέληση μας. Όποιος δεν επήρε αυτή την απόφαση είναι με το ένα πόδι του στον Πνευματικό και με το άλλο στην αμαρτία. Μερικοί εξομολογούνται με το στόμα, ενώ με την καρδιά τους επιθυμούν πάλι την αμαρτία, ομοιάζοντες με τον σκύλο, ο όποιος επιστρέφει πάλι στο ίδιο ξέραμά του η με το χοίρο που, ενώ λούζεται και πλένεται, πάλι επιστρέφει μέσα στις λάσπες και κυλίεται.

Άλλοτε πάλι πολλοί πιστοί κάνουν την εξομολόγηση από συνήθεια, επειδή επλησίασε η Γέννησις του Κυρίου η το Πάσχα η διότι κινδυνεύουν να αποθάνουν. Διαβάζουμε στο Γεροντικό ότι ένας μεγάλος ησυχαστής έβλεπε τις ψυχές να κατεβαίνουν στον άδη, όπως πέφτουν οι νιφάδες του χιονιού στην περίοδο του χειμώνος, και αυτές όχι γιατί δεν εξομολογούντο, αλλά δεν εξομολογούντο σωστά και με την απόφαση να μην αμαρτήσουν πλέον. Γι’ αυτό λέγει ο Μέγας Βασίλειος ότι τίποτε δεν ωφελεί η εξομολόγησις αυτόν που εξομολογείται, αν δεν μισεί με την καρδιά του την αμαρτία, διότι δεν έχει καμμία ελπίδα διορθώσεώς του.

Στην συνέχεια σημειώνουμε τους τρόπους με τους oποίους ο πιστός, μετά την καθαρή εξομολόγηση που έκανε στον Πνευματικό, θα ημπορέση να διαφυλαχθή από τις διάφορες πτώσεις στην αμαρτία:

1. Πρώτος τρόπος αποφυγής της αμαρτίας είναι η μνήμη του θανάτου και των εξομολογηθέντων αμαρτιών. Αυτό έκανε ο Προφήτης Δαβίδ, ο όποιος, μετά την συγχώρησι που έλαβε από τον Θεό για τις δύο μεγάλες αμαρτίες του, είχε πάντοτε προ των οφθαλμών του τον θάνατο, όπως ο ίδιος λέγει: «Ότι την ανομία μου εγώ γινώσκω και η αμαρτία μου ενώπιον μου εστί διά παντός» (Ψαλμ. 50, 4).

Η μνήμη του θανάτου μας βοηθή να μην αμαρτάνουμε όπως λέγει και η Γραφή: «Υιέ, μιμνήσκου τα έσχατα σου, και εις τον αιώνα ουχ αμαρτήσεις» (Σοφία Σειράχ 7,.16). Ενώ η υπενθύμισις των αμαρτιών δεν θα πρέπη να καταλήγη σε λεπτομέρειες, διότι υπάρχει ο κίνδυνος εκ¬δηλώσεως της εμπάθειας του ανθρώπου.

2. Μετά την εξομολόγηση ν’ αποφεύγονται οι αιτίες της αμαρτίας. Οι φιλόσοφοι λέγουν ότι, οι ίδιες αιτίες κηνούν πάντοτε στις ίδιες αμαρτίες. Προπαντός αυτοί που έπεσαν σε σαρκικές αμαρτίες πρέπει πολύ ν’ αποφεύγουν τις εμπαθείς φιλίες και συνομιλίες με πρόσωπα με τα όποια ημάρτησαν. Η Αγία Γραφή μας λέγει ότι «αυτός που φοβάται τον κίνδυνο, δεν θα πέση σ’ αυτόν» (Σοφία Σειράχ 3,25).

3.Το τρίτο όπλο αποφυγής της αμαρτίας είναι η συχνή εξομολόγησις. Απ’ αυτή προέρχονται πέντε ωφέλειες:

- Όπως τα πουλάκια δεν επιστρέφουν πάλι, όταν βρουν την φωλιά τους χαλασμένη, έτσι και οι δαίμονες φεύγουν για πάντα απ’ αυτούς που εξομολογούνται συχνά, διότι έτσι τους χαλούν τις φωλιές και τις παγίδες. Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης λέγει: «Για ποιά αιτία ο Νεεμάν ο Σύρος λούσθηκε επτά φορές, στον Ιορδάνη; Για να διδάξη όλους μας ότι πρέπει συχνά να εξομολογούμεθα, να λουζώμεθα στα νερά της μετανοίας». Και συνεχίζει λέγοντας: «Είπα να εξομολογούνται συχνά και οι Τιμιώτατοι Πατριάρχαι, αρχιερείς, Πνευματικοί, Ιερείς, διότι σε μερικούς τόπους εχάλασε η καλή αυτή συνήθεια για τέτοια ιερά πρόσωπα. Απορώ πράγματι. Για ποιά αιτία, προτρέπετε άλλους να κάνουν το έργο αυτό... διότι μόνο ο πάπας φαντάσθηκε τον εαυτό του αναμάρτητο και ποτέ οι πατριάρχαι και αρχιερείς της Ανατολικής Εκκλησίας». Ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος μας λέγει: «Εάν ομολογώμεν τας αμαρτίας ημών, πιστός έστι και δίκαιος, ίνα άφη ημίν τας αμαρτίας και καθαρίση ημάς από πάσης αδικίας» (Α΄ Ιωάν. 1,4).

Εάν δεν γίνεται συχνή εξομολόγησις, δυσκολότερα ξερριζώνονται τα πάθη από μέσα μας. Όπως το γέρικο και μεγάλο δένδρο δεν μπορεί να κοπή με μία μόνο τσεκουριά, έτσι και ένα συνηθισμένο κακό δεν μπορεί να εκδιωχθή με μία μόνο συντριβή της καρδίας, αλλά με πολλές.

- Ο άνθρωπος που εξομολογείται συχνά, διατηρεί ευκολώτερα στην μνήμη του τα παραπτώματα που διέπραξε από την τελευταία έξομολόγησι του, εν αντιθέσει με εκείνον που εξομολογείται σπανίως και δυσκολεύεται να κάνη ακριβή και λεπτομερή εξομολόγησι. Γι’ αυτό ο διάβολος, όταν θα εμφανισθή στην ώρα του θανάτου του, δεν θα έχη να του παρουσιάση τίποτε, εφ’ όσον πάντοτε λεπτομερώς τα εξωμολογείτο.

- Αυτός που εξομολογείται συχνά, έστω και να πέφτη στο ίδιο θανάσιμο ίσως αμάρτημα, τρέχει αμέσως να εξαγορεύση την αμαρτία του, λαμβάνει πάλι την άφεσι και την Χάρι του Θεού και έτσι ελαφρύνει την συνείδησί του από το βάρος της αμαρτίας.

- Η τέταρτη ωφέλεια είναι ότι ο εξομολογούμενος συχνά, εάν τον εύρη η ώρα του θανάτου, είναι ψυχικά έτοιμος, έχει την Χάρι του Θεού και την ελπίδα της σωτηρίας του. Ο Μέγας Βασίλειος λέγει ότι: «Ο διάβολος πηγαίνει πάντοτε στην ώρα του θανάτου των δικαίων και των αμαρτωλών, μήπως και εύρη τον άνθρωπο στην αμαρτία για να του πάρη την ψυχή».

- Η πέμπτη ωφέλεια είναι ότι ο εξομολογούμενος συχνά αγωνίζεται να εγκρατεύεται από την αμαρτία, ενθυμούμενος ότι πριν ολίγες ημέρες πάλι εξομολογήθηκε και έχει να λάβη κανόνα και μεγάλη εντροπή ενώπιον του Πνευματικού του, ο όποιος με τον ελέγξη γι’ αυτά που πάλι έκανε.

4. Το τέταρτο όπλο αποφυγής της αμαρτίας είναι η ενθύμησις της εσχάτης Κρίσεως και η απόκρισης που με δώση ο Δίκαιος Κριτής την ήμερα εκείνη στους αμαρτωλούς: «Πορεύεσθε απ’ εμού οι κατηραμένοι εις το πυρ το αιώνιων το ήτοιμασμένον τω διαβόλο και τοις αγγέλοις αυτού» (Ματθ. 25, 41).

5. Το πέμπτο όπλο είναι η μνήμη των αιωνίων βασάνων του Άδου, δηλαδή η μνήμη ότι η αμαρτία μας αποχωρίζει από τον Θεό και την ευφροσύνη των δικαίων και ότι τα αιώνια βάσανα του Άδου, τα όποια, όταν τα σκεπτώμεθα, δεν με βασανίσουν την ψυχή μας, διότι η ενθύμησίς τους με μας προκαλέση μετανοια.

Και τώρα εν κατακλείδι αυτού του κηρύγματος μου, παρακαλώ όλους τους αγαπητούς μου αδελφούς, που με διαβάσουν αυτές τις σειρές να προσεύχωνται για μένα τον ανάξιο και πολύ αμαρτωλό να με βοηθήση ο Θεός να θέσω και εγώ μία καλή αρχή και να μη ξεχάσω αυτά που σάς είπα. Αμήν.

Ιερομονάχου Κλεόπα Ηλιέ
«Πνευματικοί Λόγοι»
εκδ. Ορθόδοξη Κυψέλη»
Θεσσαλονίκη 1992



<>





Μόνον όσοι δεν πολεμούν, δεν τραυματίζονται.

Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος

Δεν είναι φοβερό ο παλαιστής να πέσει. Φοβερό είναι να μείνει στην πτώση του.

Ούτε είναι δύσκολο ο πολεμιστής να τραυματισθεί. Το κακό είναι μετά τον τραυματισμό να απογοητευθεί και να παραμελήσει το τραύμα ...;

Πόσοι αθλητές ύστερα από πολλές αποτυχίες αναδείχθηκαν νικητές! ...;

Μόνον όσοι δεν πολεμούν, δεν τραυματίζονται.

Όσοι όμως με καρδιά ρίχνονται στη φωτιά της μάχης είναι φυσικό και να χτυπηθούν και να πέσουν.

Αυτό ακριβώς που έγινε τώρα και με σένα. Επιχείρησες να εξοντώσεις το φίδι της αμαρτίας και στην προσπάθειά σου αυτή δέχθηκες το δάγκωμά του.

Έχε όμως θάρρος. Εκείνο που σου χρειάζεται τώρα είναι να επαγρυπνείς και θα δεις ότι σε λίγο δεν θα υπάρχει ούτε ίχνος από το τραύμα σου.

Και όχι μόνον αυτό, αλλά με τη χάρη του Θεού θα συντρίψεις και αυτή την κεφαλή του πονηρού.

Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος


<>





1995: Ο ετοιμοθάνατος κυρ-Αλέκος, φανατικός άθεος, εξομολογήθηκε και κοινώνησε

Ανδρόγυνο ο κυρ-Αλέκος και η κυρά-Καίτη, παντρεμένοι το 1920 περίπου. Κατοχή-εμφύλιος-φτώχεια κάργα και των γονέων. Η κυρά-Καίτη ευλαβέστατη, προσευχή, εξομολόγηση, θεία κοινωνία κλπ.

Ο κυρ-Αλέκος φανατικός άθεος, κομμουνιστής αλλά πολύ δίκαιος, ελεήμων, φιλάνθρωπος. Ήξερε από φτώχεια, στέρηση, κατατρεγμό. Συμπονούσε και βοήθαγε όσους μπόραγε. Φθάσανε και οι δυο, τ’ αντρόγυνο γύρω στα 1995. Ο κυρ-Αλέκος βαριά αρρώστια, κατάκοιτος, ετοιμοθάνατος. Η κυρά-Καίτη λαμπάδα δίπλα του, διακονούσε, έκλαιγε, προσευχότανε.

Παιδιά και εγγόνια είχανε στη ζωή τους, τις μέριμνές τους, σπουργιτάκια περνάγανε αστραπή από τους γέρους και φεύγανε.

Η κυρά-Καίτη παρακάλαγε τον άνδρα της:

«να φέρουμε άνδρα μου τον παπά της ενορίας να εξομολογηθείς, να κοινωνήσεις μη φύγεις σαν άψυχο ζώο για την άλλη ζωή και κολασθείς».

Τίποτε ο μπάρμπας, την σιχτήραγε και την απειλούσε:

«Μη φέρεις παππά στο σπίτι μας γιατί θα σας αμολήσω από το μπαλκόνι, εσένα, τον παπά και τα λιβανιστήρια σας».

Μια νύχτα ανοιξιάτικη ψιθύριζε κατατρομαγμένος ο μπάρμπας την κυρά του:

–  Τρέχα Καίτη, φοβάμαι.

– Τι θέλεις άντρα μου τ’ αποκρίθηκε αλαφιασμένη εκείνη.

-Να Μωρή, της απάντησε αυτός πανικόβλητος. Δεν βλέπεις αυτόν τον αγριεμένο αράπη, τον δίμετρο που με κοιτάει άγρια και γελάει; Ποιος είναι; Πως μπήκε στο σπίτι μας; Τι θέλει;

Η γυναίκα δεν είδε κανέναν άλλο, σταυροκοπήθηκε φωτίστηκε, κατάλαβε:

-«Άντρα μου στο ορκίζομαι όπου θες δεν βλέπω κανένα άλλο. Είμαι σίγουρη ότι είναι ο διάβολος και ήλθε ο κακούργος να σ’ αρπάξει να σε κολάσει».

Αστραπιαία ο κυρ-Αλέκος συνήλθε, κατάλαβε και της είπε:

– Σε πιστεύω -άμανες υπάρχει ο διάβολος- υπάρχει και ο Χριστός και παράδεισος και κόλαση.

Πήγαινε γρήγορα μόλις ξημερώσει και φέρε τον παπά, όποιον βρεις στην ενορία, να με ξομολογήσει και να με κοινωνήσει.

‘’Κατουρήθηκε’’ από φόβο και χαρά η Γριά. Μόλις ξημέρωσε πήγε στην ενορία, βρήκε κάποιον παπά Δημήτρη, το και το παπά μου και έλα γρήγορα. Έτσι και γίνανε όλα. Μόλις ξομολογήθηκε και κοινώνησε ο μπάρμπα Αλέκος γαλήνεψε, έλαμψε το προσωπάκι του και πέθανε συγχωρεμένος με Θεό και ανθρώπους.

Πόσο μας αγαπά ο Χριστός μας, πόσο ζητά ένα ψίχουλο καλή πρόθεση, καλό λογισμό να μας σώσει!

Από το βιβλίο ”Η ζωή διδάσκει τον Χριστό”, Αθήνα 2017





<>









Το παιδί με τον κατάλογο των αμαρτιών, που του είχαν γράψει άλλοι...

Λίγα λόγια για την αληθινή εξομολόγηση

Του Μητροπολίτη Άντονυ (Μπλουμ) του Σουρόζ

Όταν ένα παιδί έρχεται για εξομολόγηση μου μεταφέρει, από μνήμης ή σε γραπτό, μία σύντομη ή μακριά λίστα “αμαρτιών”. Όπως ανακαλύπτω στη συνέχεια, έχει συνήθως συνταχθεί χωρίς τη συμμετοχή του ίδιου του παιδιού και αντανακλά μόνο τα παράπονα και την κριτική των γονέων του. Παρόμοια εμπειρία έχει κανείς με ενήλικες ανθρώπους που εμφανίζονται με λίστες που ανακάλυψαν σε σχετικά βιβλία ή συνέταξαν με τη συνδρομή των πνευματικών τους γερόντων. Έτσι, το επόμενο βήμα είναι να θέσω τον άνθρωπο μπροστά στον προβληματισμό να διερευνήσει τη δική του, προσωπική σχέση με τον Χριστό. Οι περισσότεροι δεν έχουν παρά μία επιφανειακή, εξ ακοής γνωριμία μαζί Του γι’ αυτό και τους ενθαρρύνω να Τον γνωρίσουν καλύτερα μέσα από την ανάγνωση του Ευαγγελίου. Από μία τέτοια προσέγγιση αρχίζει κανείς να καταλαβαίνει αν το πρόσωπο του Χριστού τον ελκύει, εάν επιθυμεί να γίνει όμοιος με τον Χριστό και να κτίσει με Εκείνον μία σχέση φιλίας.

Ας αναρωτηθούμε λοιπόν αν το στοιχείο της φιλίας υπάρχει στη δική μας σχέση με τον Χριστό. Ας ρωτήσουμε τον εαυτό μας εάν προσπαθήσαμε με κάποιο τρόπο να Του δώσουμε χαρά και να συμπαρασταθούμε στο έργο Του. Αν το συμπέρασμα είναι ότι η σχέση αυτή μας αφήνει αδιάφορους, θα χρειαστεί να επανεξετάσουμε τι σημαίνει τελικά να είμαστε Χριστιανοί. Εάν όμως νιώθουμε ειλικρινά τον Χριστό ως φίλο, ας αρχίσουμε να ρωτούμε τον εαυτό μας καθημερινά: Τι έκανα, τι είπα, τι σκέφτηκα και αισθάνθηκα, που μπορεί να Του δώσει χαρά ή θλίψη;

Κι αυτό ακριβώς το βίωμα ας μεταφέρουμε στην Εξομολόγηση: “Ανάμεσα στην τελευταία και τη σημερινή εξομολόγηση υπήρξα ένας άπιστος, ένας αδιάφορος, ένας δειλός σύντροφος ή αντιθέτως, παραστάθηκα ως φίλος...


Όταν προσερχόμαστε στην εξομολόγηση σπεύδουμε πρόσωπο με πρόσωπο προς έναν φίλο. Δεν πρόκειται να μας κρίνει και να μας καταδικάσει κανείς. Ας πολεμήσουμε τον φόβο που μας διακατέχει γι’ αυτό που πρόκειται να συμβεί. Ερχόμαστε στον Ένα της Τριάδος που όντας Θεός επέλεξε από αγάπη για μας να γίνει Άνθρωπος, ν’ αναλάβει πάνω Του την ανθρώπινη φθορά και να δώσει τη ζωή Του για μας. Η ζωή και ο θάνατός Του είναι η απόδειξη ότι η αγάπη του Θεού για τον άνθρωπο είναι τόσο μεγάλη ώστε να μπορούμε να τον πλησιάσουμε χωρίς δισταγμό, με την προσδοκία ότι σε κάθε περίπτωση θα αγκαλιάσει την αδυναμία μας, πέρα από ηθικές αξιολογήσεις. Ας είμαστε βέβαιοι ότι, εάν κάποιος πρόκειται να θρηνήσει για την αναξιότητα και την αμαρτία μας με συμπόνια, έλεος, αγάπη δεν είναι παρά Εκείνος – που θα ήταν πρόθυμος να σαρκωθεί και να πεθάνει έστω και για έναν μόνο αμαρτωλό, γιατί δεν μπορεί να υπομείνει την απώλεια κανενός. Αυτός λοιπόν είναι ο Χριστός, στον οποίο προσερχόμαστε κατά την εξομολόγηση. Προσδοκά την ίαση, την παραμυθία, την στήριξή μας – όχι την κρίση και καταδίκη μας.

Και τότε ποιος είναι ο ρόλος του ιερέως; Στην ευχή που διαβάζει ο κληρικός πριν το μυστήριο ονομάζεται “μάρτυρας”. Καλείται από τον Κύριο να παραβρίσκεται ενώπιον του αμαρτωλού για να μαρτυρήσει το γεγονός της αγάπης του Χριστού για εκείνον, να βεβαιώσει ότι ο Κύριος είναι παρών και η μόνη επιθυμία και πρόθεσή Του είναι η σωτηρία και η αιώνια ευφροσύνη του μετανοούντος. Επίσης, ο ιερέας παρευρίσκεται στο όνομα του αμαρτωλού, για να ικετεύσει και να μεσιτεύσει στον Κύριο για την συμφιλίωση του ανθρώπου με την Εκκλησία.

Ας αλλάξουμε, λοιπόν, τον τρόπο της εξομολόγησης: ας διώξουμε τον φόβο της τιμωρίας ή της απόρριψης κι ας βρούμε το θάρρος να ελαφρώσουμε την καρδιά μας από κάθε αμφιβολία. Ο Χριστός δεν πρόκειται να μας αρνηθεί. Ίσως η εξομολόγησή μας να είναι για Εκείνον ένας νέος σταυρός, αλλά θα τον δεχθεί, αφού μας αγαπά πέρα από κάθε κρίση, μέχρι θανάτου: Ο θάνατός του έγινε η δική μας ζωή – ζωή μέσα στο χρόνο και ζωή στην αιωνιότητα.


Η εξομολόγηση πριν από όλα είναι συνάντηση και συμφιλίωση. Είναι συνάντηση με τον Χριστό που ποτέ δεν μας στρέφει τα νώτα, αν κι εμείς φεύγουμε μακριά. Μερικές φορές μία τέτοια συνάντηση μπορεί να γίνει έμπνευση για ολόκληρη τη ζωή και να μας δώσει δύναμη και κουράγιο να διάγουμε το υπόλοιπο του βίου.

Συχνά αμαρτάνουμε σοβαρά ενώπιον του Θεού. Υπάρχουν κάποιες στιγμές της ζωής που μας χωρίζουν από Εκείνον με έναν ιδιαίτερα βίαιο τρόπο, στιγμές μεγάλης απιστίας. Θυμηθείτε το περιστατικό με την προδοσία του Πέτρου. Όταν αργότερα μετά την Ανάσταση η Μαρία Μαγδαληνή συναντά τον Άγγελο Κυρίου στον τόπο του μνημείου, αυτός της παραγγέλλει: “Υπάγετε, είπατε τοις μαθηταίς αυτού και τω Πέτρω...”, γιατί ο Πέτρος όντας προδότης δεν λογάριαζε πλέον τον εαυτό του ως ένα των μαθητών. Είχε απαρνηθεί τον Χριστό κι αυτός είναι ο λόγος που ο Κύριος τον ονοματίζει ιδιαιτέρως θέλοντας να τον βεβαιώσει ότι η φιλία τους διατηρείται αλώβητη κι ότι παραμένει το ίδιο αγαπητός όσο και τότε που ήταν έμπιστος.

Και τέλος υπάρχουν φορές που προσερχόμαστε στην εξομολόγηση γιατί θέλουμε να ανανεώσουμε την εγγύτητα της σχέσης που έχει τραυματιστεί. Ας έχουμε κατά νου, ότι για να επανασυνδέσουμε τη φιλία μας χρειάζεται ν’ ανοίξουμε με ειλικρίνεια την καρδιά μας και να φανερώσουμε τις αστοχίες και τα λάθη που έχουν πληγώσει αυτή τη σχέση. Δεν χρειάζεται να καταφεύγουμε σε λίστες αμαρτιών, ούτε να ερευνούμε τα βιβλία για ν’ ανακαλύψουμε την αμαρτία μας. Αλλά μόνο να σκύψουμε μέσα μας και να εξετάσουμε τη συνείδησή μας.

Ας χρησιμοποιήσουμε απλούς τρόπους γι’ αυτού του είδους την αυτογνωσία. Τι ήταν αυτό που προτιμήσαμε στη θέση του Χριστού; Τι είναι αυτό που μας κράτησε σε αδράνεια, ώστε να παραμείνουμε χωρίς καρπό; Ας προσπαθήσουμε μέσα από τις γραμμές του Ευαγγελίου να επισημάνουμε όχι εκείνα που μας κρίνουν, αλλά τα λόγια που μιλούν στην καρδιά μας, όπως έγινε με τους μαθητές: “ουχί η καρδία ημών καιομένη ήν εν ημίν, ως ελάλει ημίν εν τη οδώ και ως διήνοιγεν ημίν τας γραφάς;” Ας ανακαλύψουμε κι εμείς τον λόγο που μας θερμαίνει την καρδιά, που αγγίζει τα βάθη της ύπαρξης και μας φέρνει σε κοινωνία με τον Κύριο. Αυτό είναι το κριτήριο. Στην πραγματικότητα δεν έχει τόση σημασία αν αθετήσαμε κάποιους κανόνες. Αυτό που μας ζημιώνει είναι, ότι απομακρυνόμαστε από την ευλογημένη κοινωνία της χάριτός Του.

Ας ερευνήσουμε λοιπόν από την αρχή, όχι με τη στείρα λογική της ενοχής, αλλά με απώτερο σκοπό να σταθμίσουμε πώς χάσαμε την εμπιστοσύνη και την αγάπη που προς στιγμήν γευθήκαμε. Ας θυμηθούμε εκείνα τα λόγια που πύρωσαν την καρδιά μας κι έδωσαν καθαρότητα στο λογισμό μας, που κίνησαν τη θέλησή μας στο αγαθό και έφεραν γαλήνη στα μέλη μας και τα μεταμόρφωσαν από σάρκινα σε σώμα ιερό: ιερό γιατί μέσα από το βάπτισμα ενωθήκαμε με τον σαρκωμένο Χριστό, μέσα από το Χρίσμα γίναμε δοχείο του Πνεύματος και με τα άχραντα μυστήρια γινόμαστε Σώμα Χριστού. Αυτή την εμπειρία ας μεταφέρουμε στην εξομολόγηση, μετανοώντας όχι για κάτι αφηρημένο, που βρίσκεται σε κάποια λίστα αμαρτιών, αλλά για κείνες τις επιλογές που διέρρηξαν τη φιλία και κοινωνία μας με τον Σωτήρα Χριστό.

Ζούμε συχνά μέσα στο ψέμα. Κατασκευάζουμε γύρω μας έναν κόσμο όπου μόνο ο θάνατος μπορεί να θριαμβεύσει. Αρνούμαστε τον πλησίον μας και κλείνουμε μόνοι μας το δρόμο που οδηγεί στη Βασιλεία του Θεού. Ζητούμε από τον Κύριο συγχώρεση αμαρτιών, αλλά δεν έχει νόημα να αναζητούμε μία τυπική άφεση. Πρέπει να διψούμε για αληθινή συμφιλίωση, στο πλαίσιο της οποίας θα αναθέσουμε στον Θεό την αναξιότητα και την απιστία μας – όχι μόνο προς Εκείνον αλλά και προς τον πλησίον, τον φίλο, τον γνωστό και συγγενή μας.

Ας έχουμε εμπιστοσύνη ότι μόνο η δική Του ακλόνητη φιλία μπορεί να μας παρακινήσει σε αλλαγή. “Εγώ και φίλος και μέλος και κεφαλή και αδελφός και αδελφή και μήτηρ. Πάντα εγώ. Μόνον οικείως έχε προς εμέ. Εγώ πένης διά σε και αλήτης διά σε, επί σταυρού διά σε, επί τάφου διά σε. Πάντα μοι συ και αδελφός και συγκληρονόμος και φίλος και μέλος. Τι πλέον θέλεις;” “Μπορείς ν’ ανταποκριθείς με λίγη εμπιστοσύνη; Δεν ζητώ ολοκληρωτική, άμεση αλλαγή. Αλλά πορεία βήμα προς βήμα. Θα σε στηρίξω, θα σε προστατεύσω, θα οδηγήσω τα βήματά σου – μόνον άλλαξε στάση. Κι όταν λάβεις συγχώρεση στο όνομά μου, μη σκεφτείς ότι το παρελθόν έχει πάψει να υπάρχει. Αλλά τότε μόνο θα έχεις απαλλαχτεί από τις πληγές, όταν γίνεις τόσο ξένος προς αυτές, ώστε να
μη τις λογαριάζεις πια για δικές σου”.

Όταν τα παλιά μας πάθη ζωντανεύουν ενώπιόν μας, καταλαβαίνουμε ότι δεν είναι δυνατόν μέσα σε μια στιγμήνα ελευθερωθούμε από το παρελθόν. Χρειάζεται χρόνο για να βαδίσουμε στο δρόμο της ελευθερίας. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο Χριστός μας αρνείται τη συγχώρεση. Η συγχώρεση του Θεού εκδηλώνεται μέσα από τη συμπάσχουσα αγάπη του, την αποδοχή και την διαρκή πρόνοιά Του που δεν επιτρέπει να οδηγηθούμε ανυπεράσπιστοι στον ίδιο πειρασμό. Έτσι, η συγχώρεση του Κυρίου, μπορεί να λύνει την αποξένωση, αλλά χρειάζεται επίπονος αγώνας και μετάνοια για να γίνουμε καινοί με τη χάρη Του. Η άφεση δεν σβήνει το παρελθόν. Το θεραπεύει μέσα από τη συνέργεια τη δική μας με τον Θεό.

Ας εμπιστευόμαστε, λοιπόν, καθημερινά τον λογισμό μας στον Θεό με ειλικρίνεια. Κι όταν προσερχόμαστε στην Εξομολόγηση, η ευχή της συγχωρήσεως θα έχει αληθινό, πραγματικό νόημα: την επανασυγκρότηση μιας φιλίας, που όσον αφορά τον Θεό παραμένει αναλλοίωτη, αλλά ως προς το δικό μας μέρος χρειάζεται να την επιδιώξουμε. Κι αυτή μας η πρόθεση πρέπει να στηρίζεται από αποφασιστικότητα, κι η αποφασιστικότητα από πράξη και καινότητα ζωής.


<>






Ο Γέροντας Εφραίμ της Αριζόνας (+2019) οδηγεί έναν ηλικιωμένο στην Θεία Εξομολόγηση

Αναφέρει ο Γέροντας Εφραίμ της Αριζόνας (+2019):

"Ήταν ένας παππούλης βαριά άρρωστος. Ήταν ανεξομολόγητος εντελώς στη ζωή του.

Μια μέρα ήρθε ο γιός του και με παρακάλεσε:

- Πάτερ, μπορείτε να έρθετε στο σπίτι μας, για τον άρρωστο πατέρα μου; Δεν θέλει να εξομολογηθεί!

- Θα έρθω του είπα και ό,τι ο Θεός ευδοκήσει.

Στο σπίτι λέει ο γιός στον πατέρα του:

- Πατέρα έφερα τον εξομολόγο! Να εξομολογηθείς πατέρα, γέρασες πιά!

- Όχι παιδί μου, του απάντησε εκείνος, δεν έχω κάνει τίποτα στη ζωή μου, Είμαι καθαρός! Είμαι καλός άνθρωπος!

Τότε πήρα το λόγο και είπα στον γέρο:

- Παππούλη εντάξει, μια ευχή μόνο να σε διαβάσω. Δεν θέλεις ούτε μια ευχή να σε διαβάσω;

- Εμ μια ευχούλα να με διαβάσετε, είπε εκείνος.

Φεύγει ο γιός με τρόπο και μας αφήνει μόνους μας. Κάθισα δίπλα στον παππούλη και τον ρώτησα διακριτικά:

- Παππούλη, μήπως όταν ήσουν παιδάκι, έκανες εκείνο, έκανες το άλλο;Τον ρωτούσα με διασκεδαστικό τρόπο και εκείνος με απαντούσε. Έτσι με την Χάρη του Θεού και χωρίς να το καταλάβει ο ίδιος, του έκανα μια γενική-καθαρή εξομολόγηση. Η ψυχή του, το κατάλαβε αυτό και τόσο πολύ ενθουσιάστηκε, που άρχισε να φωνάζει τον γιό του!

- Παιδί μου έλα μέσα, παιδί μου έλα μέσα...!

- Τί συμβαίνει πατέρα, τον ρώτησε ο γιός του.

- Εξομολογήθηκα παιδί μου και ξελάφρωσα τελείως! Σε ευχαριστώ παιδί μου, έλεγε συγκινημένος ο πατέρας.

Δεν πέρασαν αρκετές μέρες και ο παππούλης κοιμήθηκε...".


Πηγή:


<>





ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΜΕ ΚΑΡΔΙΑ ΣΥΝΤΕΤΡΙΜΜΕΝΗ

Ένας ευλαβής μοναχός, απ’ το βουνό του Ολύμπου, λεγόμενος Σωφρόνιος, ήρθε και μου διηγήθηκε κάποιο συμβάν, όμοιο μ’ εκείνο που είναι γραμμένο στο ιερό βιβλίο της Κλίμακος. Μας αφηγήθηκε δηλαδή, ότι στον Όλυμπο υπήρχε κάποιος Γέροντας πολύ ενάρετος, πραγματικά θεοφόρος, στον οποίο σύχναζαν πολλοί αδελφοί μοναχοί, για ν’ ακούσουν απ’ το άγιο στόμα του λόγους ψυχικής σωτηρίας.

Καθώς, λοιπόν, καθόταν οι αδελφοί και άκουγαν τον άγιο Γέροντα να τους ομιλεί πάνω σε θέματα ψυχωφελή, ήρθε και κάποιος λαϊκός, έβαλε μετάνοια στον Γέροντα και στάθηκε παράμερα. Όταν ο Γέροντας τον παρατήρησε προσεχτικά και τον ρώτησε για ποιό λόγο ήρθε κοντά του, εκείνος απάντησε: -΄Ηρθα να εξομολογηθώ τις αμαρτίες μου στην αγιωσύνη σου, άγιε Γέροντα. Ο Γέροντας τον ξαναρωτά:

-Θέλεις να τα εξομολογηθείς ιδιαιτέρως, τέκνον μου, στην μετριότητα μου, ή μπροστά σε όλους τους αδελφούς;
-Αν εσύ το θέλεις, τίμιε πάτερ, δεν διστάζω να εξομολογηθώ τα κρίματά μου μπροστά σε όλους τους αδελφούς.
-Τότε, του λέγει ο Γέροντας, λέγε, τέκνο μου, χωρίς να ντρέπεσαι καθόλου.
Άρχισε, λοιπόν, ο λαϊκός να λέγει όλα τ’ αμαρτήματά του, ακόμη κ’ εκείνα που δεν επιτρέπεται να φτάνουν στ’ αυτιά των ανθρώπων ή να γράφονται. Όταν τελείωσε λέγοντας τα πάντα, στάθηκε μπρος στο Γέροντα, με τα μάτια δακρυσμένα, το βλέμμα κατεβασμένο και την καρδιά συντετριμμένη.
Ο Γέροντας τον πρόσεχε επί αρκετή ώρα, και κάποια στιγμή του λέει:
-Θα ήθελες, τέκνον μου, να ντυθείς το άγιο σχήμα των μοναχών;

-Ω, ναι, πάτερ μου, το θέλω πάρα πολύ και στο σακκούλι μου έχω κιόλας τα καλογερικά ράσα.

Ο Γέροντας τον κατήχησε και, ύστερ’ από την ακολουθία της κούρας, τον έντυσε με το άγιο σχήμα των μοναχών. Μετά του λέει:
-Πορεύου τώρα εις ειρήνην, τέκνον, και από δω κ’ εμπρός προσπάθησε να μην ξαναπέσεις σε αμαρτία.

Τότε, πήρε συγχώρεση, έβαλε μετάνοια και αναχώρησε δοξάζοντας το Θεό.
Οι μοναχοί που παρακολούθησαν τα συμβάντα, έδειξαν την απορία τους και ρώτησαν αμέσως τον άγιο Γέροντα:
-Πώς γίνεται, τίμιε πάτερ, να εξομολογείται μπροστά μας τόσα πολλά, κ’ εσύ δεν του έδωκες ούτε τον παραμικρό κανόνα ή επιτίμιο;

-Ω αγαπημένα μου τέκνα, τους αποκρίνεται ο Γέροντας. Δεν εβλέπατε τον φοβερό και λαμπροφορεμένον άνδρα, που στεκόταν εδώ εμπρός μας, και του οποίου το πρόσωπο ήταν σαν αστραπή και τα ενδύματά του σαν το φως; Αυτός, λοιπόν, κρατούσε στο χέρι του ένα χαρτί, όπου ήταν γραμμένα τ’ αμαρτήματα του εξομολογουμένου· είχε ακόμη και μελάνι κ’ ένα κοντύλι από καλάμι. Και καθώς ο άνθρωπος αυτός εξομολογείτο στην αναξιότητά μου και μπροστά σας τ’ αμαρτήματά του, εκείνος τα έσβηνε με το καλάμι του. Αφού, λοιπόν, ο πολυεύσπλαχνος και πολυέλεος Θεός μας του τα συγχώρησε, ποιος είμ’ εγώ ο αμαρτωλός και ανάξιος, που θα του βάλω κανόνες και επιτίμια;

Σαν άκουσαν όλα τούτα οι μοναχοί, κυριεύθηκαν από φόβο για τα γενόμενα και τα λεγόμενα. Έβαλαν μετάνοια στον άγιο Γέροντα, ευχαριστώντας και δοξάζοντας την αγαθότητα και την φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Και, γεμάτοι από θαυμασμό και καταθαμπωμένοι από τα ξένα και παράδοξα έργα του πολυεύσπλαχνου Θεού, αναχώρησαν από το κελλί του άγιου Γέροντα.



<>





«ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ» ΧΩΡΙΣ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ: «ΜΙΑ ΕΥΧΗ ΓΙΑ ΝΑ ΚΟΙΝΩΝΗΣΩ»


1. Παρουσιάζονται κατά διαστήματα στους Πνευ­ματικούς άνθρωποι μεγάλης συνήθως ηλικίας, σε σπάνιες περιπτώσεις στις πόλεις, αλλά πολύ συχνό­τερα στα χωριά και ζητούν να τους διαβάσουν (οι Εξομολόγοι) μια ευχή για να κοινωνήσουν. Είναι προφανώς προκατειλημμένοι από μακροχρόνια επικρατούσα συνήθεια, η οποία εμφανίζεται μάλι­στα και ως «παράδοση»!

Από αμνημονεύτων χρόνων, και μάλλον από της τουρκοκρατίας, λόγω απαιδευσίας κλήρου και λα­ού, διέφυγε το στοιχείο της εξομολογήσεως από το μυστήριο της Μετανοίας και Εξομολογήσεως και ο λαός συνήθισε να «εξομολογείται» χωρίς να εξαγορεύει τα αμαρτήματά του, δηλ. στην ουσία χωρίς να εξομολογείται.

Προσέρχονταν στον Ιερέα και αυτός, χωρίς να τους συστήνει την εξομολόγηση, τους διάβαζε τη συγχωρητική ευχή, ή ατομικώς ή και ομαδικώς. Με­τά κοινωνούσαν έχοντας προφανώς και ήρεμη τη συνείδησή τους!

Και επειδή οι άνθρωποι πάντοτε ρέπουν προς τα εύκολα, θέλουν δηλαδή λύση των προβλημάτων τους και στην προκειμένη περίπτωση των αμαρτημάτων τους, χωρίς μετάνοια και εξομο­λόγηση, χωρίς κόπο και θυσία, όσοι είναι αυτής της νοοτροπίας, συνεχίζουν την… «παράδοση»!

Αυτή η άγνοια και παρεξήγηση πρέπει να εκλεί­ψει. Πρέπει να καταλάβουμε όλοι μας ότι, διάγο­ντες τον 21ον αιώνα, δεν είναι επιτρεπτό και τιμητι­κό οι Ιερείς να δέχονται και οι «πιστοί» να ζητούν εξομολόγηση χωρίς εξαγόρευση των αμαρτιών. Αυτός που θέλει να κοινωνήσει, πρέπει να υποδε­χτεί τον Χριστό στο καθαρό «σαλόνι» της ψυχής του· και η κάθαρση της ψυχής, γίνεται με την εξομο­λόγηση.

Για να υποδεχτούμε στην ονομαστική μας γιορτή τους επισκέπτες μας, καθαρίζουμε μέρες το σπίτι μας και στολίζουμε ιδιαίτερα το σαλόνι μας. Εάν αυτά τα προσέχουμε για τους ανθρώπους, πώς θα υποδεχτούμε τον Χριστό με τη Θ. Κοινωνία στην καρδιά μας, χωρίς να την καθαρίσουμε από τις ποι­κίλες αμαρτίες που καθημερινά κάνουμε, χωρίς να εξομολογηθούμε; Γίνεται να βάλουμε τον επισκέ­πτη μας να καθίσει σε κάθισμα λερωμένο; Όταν δεν συμμετέχουμε σωστά στο μυστήριο της Μετανοίας – Εξομολογήσεως μοιάζει σαν να μη νοιώθου­με πού βάζουμε να «καθίσει» ο Χριστός.

Έκτος αυτών πρέπει να γνωρίζουμε ότι η εξαγό­ρευση των αμαρτιών μας είναι τελείως απαραίτητη για δύο βασικούς λόγους. Πρώτον, διότι (η εξαγό­ρευση) αποτελεί ένα από τα αισθητά σημεία του Μυστηρίου και χωρίς αυτό δεν υπάρχει Μυστήριο. Δεύτερον, διότι ο Εξομολόγος όταν διαβάζει τη σχετική ευχή μετά την εξομολόγηση του εξομολογουμένου, λέει ότι συγχωρούνται οι αμαρτίες που ήδη έχει πει ο εξομολογούμενος (και όχι αυτές που δεν είπε).

Επομένως, ποτέ ξανά να μη πει κανείς: «Μια ευχή για να κοινωνήσω». Αλλά όταν θέλω να κοινωνήσω προετοιμάζομαι για την εξομολόγησή μου με τη βοήθεια κάποιου βοη­θήματος και πάω να εξομολογηθώ τις αμαρτίες μου μετανοιωμένος και αποφασισμένος να διορθωθώ.

Δεν εξομολογούμαι από φόβο ή από συνήθεια, ούτε για να φύγει το βάρος που έχω μέσα μου. Δεν εξομολογούμαι δύο – τρεις μόνο αμαρτίες για να αναπαύσω τη συνείδησή μου ή για να απαλλαγώ από τις ενοχές που με βαραίνουν.

Εξομολογούμαι γνωρίζοντας ότι, όποιες αμαρ­τίες μου αποκρύπτω ή «τις ξεχνώ», όποιες παρου­σιάζω συγκεκαλυμμένες για να μη φανεί το μέγεθος ή το είδος της αμαρτίας μου και όποιες ωραιοποιώ από ντροπή, μένουν αθεράπευτες και οι πληγές των αμαρτιών μου με μολύνουν. Στη Θεία Κοινωνία που ακολουθεί, η Θεία χάρη μένει ανενέργητη, διότι ο Χριστός δεν αναπαύεται μέσα μου, επειδή είμαι «ακάθαρτος». ΕΞΟΜΟΛΟΓΟΥΜΑΙ διότι αμάρτησα· προς τον Θεό, προς τον πλησίον μου (τον οποιονδήποτε) και προς τον εαυτό μου.

Εξομολογούμαι διότι ανακαλύπτω και αναγνω­ρίζω ΟΛΕΣ τις αμαρτίες που έκανα, διότι μετανοιώνω γι’ αυτές και τις καταθέτω χωρίς ντροπή στον Πνευματικό μου. (Όσες τυχόν τις ξέχασα και τις θυμήθηκα καθυστερημένα τις σημειώνω, για να μη τις ξεχάσω πάλι και τις λέω στην επόμενη εξομολό­γησή μου).

Εξομολογούμαι, διότι θέλω να λάβω τη συγχώ­ρηση και την ευλογία του Θεού, ώστε να ζήσω από δω και μπρος, όπως θέλει ο Θεός εν μετάνοια και υπακοή στο νόμο Του.


<>




Ιούνιος 2019: Η μεταστροφή ενός φωτομοντέλου στη Θεία Εξομολόγηση μέτα από εμφάνιση της Παναγίας στην Μύκονο

Πως μπορείς να πλησιάσεις το συγκλονιστικό αυτό γεγονός σαν έκτακτο γεγονός και να μην φοβάσαι με την γραφή σου, μην τυχόν το αδικήσεις;
Αυτό το γεγονός έγινε αρχές του φετινού Ιούνιου (2019), μόλις έσφιξαν οι πρώτες ζέστες.

Μας δόθηκε η ευλογία από τον πνευματικό της κοπέλας που της συνέβη το παρακάτω …έκτακτο γεγονός, η οποία και το εξομολογήθηκε αμέσως στον ίδιο, διατηρώντας την ανωνυμία της….
(ήταν και η πρώτη εξομολόγηση της μετά από χρόνια)…

Σήμερα δίδεται προς δόξα του ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ.

Μια ομάδα νεαρών κοριτσιών από μια σχολή που ασχολείται με το μόντελινγκ ξεκίνησε από το λιμάνι του Πειραιά με τελικό προορισμό την Μύκονο, όπου και θα γινόταν επαγγελματική φωτογράφιση.

Τα παρακάτω όπως τα αφηγήθηκε η ίδια η κοπέλα…

Στο γρήγορο πλοίο της γραμμής όλα ήταν πανέμορφα.

Η θάλασσα, ο ήλιος , ο αέρας ήταν ξεχωριστές εικόνες για την κοριτσο-παρέα που σε λίγες ώρες θα αποβιβαζόταν στην μέκκα της διασκέδασης και του κεφιού.

Όμως το μάτι της συγκεκριμένης κοπέλας είχε καρφωθεί σε κάποιες οικογένειες προσκυνητών με μικρά παιδάκια, που όπως φαίνεται θα αποβιβαζόταν στον ενδιάμεσο λιμάνι της Τήνου για να προσκυνήσουν την ΜΕΓΑΛΟΧΑΡΗ.

Το μυαλό της πήγε μερικά χρόνια πίσω, όταν παιδούλα την πήρε η γιαγιά της για να προσκυνήσουν την Παναγία της Τήνου (την μεγάλωνε η ίδια η γιαγιά της γιατί οι γονείς της χώρισαν και την εγκατέλειψαν).

Όταν μάλιστα το πλοίο έπιασε ΤΗΝΟ και είδε το πάλλευκο καμπαναριό του Ιερού Ναού της Μεγαλόχαρης, σηκώθηκε έκανε τον Σταυρό της και ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλο της, ενθυμούμενη την καλή γιαγιά της που την έχασε πριν λίγα χρόνια.

Το πλοίο της γραμμής συνέχισε και η κοπέλα δεν άργησε να βρει το κέφι της μαζί με τις άλλες που έβγαζαν με τα κινητά τους τηλέφωνα selfies.

Σε λίγο βρισκόταν στην χώρα της Μυκόνου και μετά από λίγο στην ακτή, όπου θα γινόταν η επαγγελματική φωτογράφιση.

Έφτασε το απόγευμα και ο ήλιος έκαιγε.

Τότε σκέφτηκαν μετά το τέλος της φωτογράφισης να δροσιστούν στην θάλασσα.

Η ίδια η κοπέλα αποτραβήχτηκε στην απόμερη άκρη της αμμουδιάς για να κάνει ηλιοθεραπεία εντελώς γυμνή.

Η ζέστη ήταν ανυπόφορη και η ίδια η κοπέλα κατόπτευε τον χώρο για να μην έχει καμία ενοχλητική παρουσία.

Ξαφνικά και από το πουθενά ερχόταν προς το μέρος της μια μαυροφόρα με τσεμπέρι (αυτά που φορούσαν οι παλιές νησιώτισσες).

Ντράπηκε η κοπέλα και έριξε ένα ρούχο πάνω της.

Όλο και πλησίαζε προς αυτήν η φιγούρα της μαυροφορεμένης γυναίκας, που η θωριά της δημιουργούσε στην κοπέλα μια πρωτόγνωρη ειρήνη.

Πλέον βρισκόταν δίπλα της και άρχισε να της μιλάει και να της λέει ….

Η κοπέλα ανασηκώθηκε, ένα αίσθημα ντροπής που έφτανε στο σημείο του φόβου την κατακυρίευσε, ενώ άκουγε από τα χείλη της άγνωστης γερόντισσας με το πανέμορφο σιτόχρωμο πρόσωπο…

«- Γιατί είσαι γυμνή; δεν σου είπαν ότι τον ΥΙΟ Μου τον ξεγύμνωσαν πάνω στον ΣΤΑΥΡΟ για να σώσει εσένα και όλο τον κόσμο;»

«- Γιατί είσαι θεόγυμνη σαν την Ελλάδα που την ξεγύμνωσαν οι εχθροί μου;»

«- Γιατί δεν βλέπετε τους εχθρούς που έρχονται κατευθείαν επάνω σας ;»

«- Η Ελλάδα και εσύ θα σωθείτε αν φορέσετε την ΜΕΤΑΝΟΙΑ…»

Στα απότομα και κοφτά λόγια της μαυροφόρας, η κοπέλα δεν μπορούσε να αντι – πεί απολύτως τίποτε.

Μόνο ψέλλισε δειλά…

-Είστε από το νησί ;

Η γερόντισσα έγνεψε αρνητικά την Κεφαλή της και της είπε :

«- Μένω στο απέναντι νησί»
και της έδειξε την ΤΗΝΟ….

Και μετά απ’ αυτό, εξαφανίστηκε από κοντά της, αφήνοντας την κοπέλα άναυδη, να σταυροκοπιέται και να λέει από φόβο «ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΟΥ»…

Δεν μπορεί καλοί μου αδελφοί να γίνονται τόσα πολλά θεοσημεία στην Ελληνική επικράτεια και εμείς να μένουνε απαθείς στο σχέδιο της Σωτηρίας, που εκπόνησε για εμάς ο ΑΓΙΟΣ ΘΕΟΣ…

Προσωπικά εδώ και μια δεκαετία βρισκόμαστε επί των επάλξεων της αρθρογραφίας, γνωρίζοντας από παλαιά και από τους αγίους πατέρες τι έρχεται…

Στώμεν καλώς

Δρ. Κωνσταντίνος Βαρδάκας

ΥΓ. Προσπάθησα να σας το μεταφέρω το γεγονός αυτό με τον πτωχό λόγου μου, τα συμπεράσματα είναι καθαρά δικά σας.

Πηγή:



<>





Μπορεί κανείς να σωθεί χωρίς Πνευματικό και Εξομολόγηση;

Άγιος Γέροντας Κλεόπα Ηλίε της Ρουμανίας (+1998)

Όχι. Κανείς δεν μπορεί να σωθεί, ούτε λαϊκοί ούτε μοναχοί ούτε κληρικοί, χωρίς την εξομολόγηση των αμαρτιών και χωρίς τη λύση από τον πνευματικό, κατά τον λόγο του Κυρίου που λέει: «λάβετε Πνεύμα Άγιον. Αν τινών αφήτε τας αμαρτίας, αφίενται αυτοίς. Αν τινών κρατήτε, κεκράτηνται» (Ιω. 20, 23). Και σε άλλο χωρίο: «όσα εάν δήσητε επί της γης, έσται δεδεμένα εν τω ουρανώ. Και όσα εάν λύσητε επί της γης, έσται λελυμένα εν τω ουρανώ» (Ματθ. 18, 18).

Επομένως, πώς θα μπει κανείς στη βασιλεία των ουρανών, μη όντας λελυμένος στη γη από τις αμαρτίες του; Διότι η εξουσία αυτή δόθηκε μόνο στους εκλεκτούς, δηλαδή στους Αποστόλους, στους Επισκόπους και στους Ιερείς, και όχι στους λαϊκούς.
Πρέπει όλοι να έχουμε τους πνευματικούς μας και να εξομολογούμεθα τακτικά, ακόμα και εκείνοι οι οποίοι νομίζουν ότι δεν έχουν αμαρτίες. Ετσι μας διδάσκει ο άγιος Απόστολος και Ευαγγελιστής Ιωάννης: «εάν είπωμεν οτι αμαρτίαν ουκ έχομεν, εαυτούς πλανώμεν και η αλήθεια ουκ έστιν εν ημίν. εάν ομολογώμεν τας αμαρτίας ημών, πιστός έστι και δίκαιος, ίνα αφή ημίν τας αμαρτίας και καθαρίση ημάς από πάσης αδικίας» (Α’ Ίω. 1, 8-9).Και ο άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης δείχνει λέγοντας: «Όλοι πρέπει να μετανοήσουμε, και λαϊκοί και μοναχοί και ιερείς και αρχιερείς.

Να μετανοήσουμε όλοι (να εξομολογηθούμε), για να σωθούμε». Χωρίς εξομολόγηση, κανείς δεν μπορεί να σωθεί, επειδή «πολλά γαρ πταίομεν άπαντες» (Ιακώβου 3, 2). Πας άνθρωπος συλλαμβάνεται και γεννιέται με αμαρτίες (Γεν. 8, 21˙ Ψαλ. 50, 6˙ Ματθ. 7, 11˙ Ρωμ. 3, 11).

Η Αγία Γραφή μας δείχνει ότι «η δε αμαρτία γεννά τον θάνατον» (Ιακ. 1, 15) και ότι «τίποτα ακάθαρτο δεν θα εισέλθει στη βασιλεία των ουρανών». Να ενθυμούμαστε ότι «αμαρτία είναι η καταπάτηση του νόμου του Θεού και ακαθαρσία ενώπιον Του», και ότι η οργή του Κυρίου έρχεται πάνω στους κακούς και αμαρτωλούς, οι οποίοι πεθαίνουν ανεξομολόγητοι και χωρίς μετάνοια. Οι αμαρτωλοί, δι’ εξομολογήσεως και μετανοίας, στρέφουν την δίκαιη οργή του Θεού και αποκτούν την σωτηρία, των ψυχών τους.



<>








ΠΡΩΤΑ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ Η ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΚΑΙ ΕΠΕΙΤΑ Η ΘΕΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ


Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός:
«Ο ανεξομολόγητος άνθρωπος είναι όμοιος με έναν αβάπτιστον και είναι αδύνατον να σωθή. Καί ανίσως ένας όπου απέθανεν εάν μεν και επρόφθασε να εξομολογηθή και ας μη κοινώνησεν είναι ελπίδα εις αυτόν. Εάν δε και δεν εξομολογηθή, ας κοινωνήσει όσες φορές θέλει, τίποτες δεν ωφελείται, μάλιστα βλάπτεται, επειδή και κοινωνεί ανάξια και αλλοίμονον εις αυτόν. Πρώτον πρέπει να γίνεται η εξομολόγησις, έπειτα η Αγία Κοινωνία. Πρώτον να πλύνωμε και να καθαρίσωμεν το αγγείον και ύστερα να βάλωμεν το πολύτιμον πράγμα μέσα».

Μού έλεγε ο Παππούλης Άγιος Πορφύριος:

«Όσο πιο μακριά από το Θεό είναι ο άνθρωπος, τόσο πιο πολύ στενοχωριέται και ταλαιπωρείται από διάφορα πράγματα. Πρέπει να πηγαίνουμε στον πνευματικό μας όταν έχουμε κάτι που μας βασανίζει».

«Να εξομολογείσαι τακτικά και καλά, γιατί και Πατριάρχης να είσαι, αν δεν εξομολογείσαι, δεν σώζεσαι», μου είπε μια άλλη φορά.

Έλεγε ως, με το μυστήριο της Εξομολογήσεως ο,τι είναι πεσμένο χάμω ανορθώνεται. Μας είπε κάποτε τη συγκινητική περίπτωση ενός μοναχού, ο οποίος είχε πάει μικρός στο Άγιο Όρος και είχε πολλά χαρίσματα, που τον έκαμναν να νιώθει ότι ζούσε μέσα στον παράδεισο.

Μιά ημέρα δεν έκανε υπακοή σε κάτι, που του είπε ο Γέροντάς του, και του έφυγε τότε όλη αυτή η χαριτωμένη κατάσταση. Όταν γύρισε ο Γέροντάς του κι έκανε εξομολόγηση και διαβάστηκε η συγχωρητική ευχή, αμέσως επανήλθε η κατάσταση εκείνη της χάριτος, την οποία είχε απολέσει.

Ο Γέρων Πορφύριος τόνιζε πάντοτε ότι, όταν είμαστε μέσα στην...
Εκκλησία, όταν συμμετέχουμε στα Μυστήρια της Εκκλησίας, είμαστε μέσα στον παράδεισο. Καί ότι, όσο πιο πολύ συμμετέχουμε στα Μυστήρια, τόσο πιο πολύ είμαστε στην αιώνια ζωή. Γι’ αυτό και πάντοτε μας θύμιζε τη ρήση του Κυρίου μας:

«Ο πιστεύων εις τον Υιόν έχει ζωήν αιώνιον».
Άγιος Πορφύριος


<>



Υπάρχουν τρεις κατηγορίες ανθρώπων πού πάνε να εξομολογηθούν


Υπάρχουν τρεις κατηγορίες ανθρώπων πού πάνε να εξομολογηθούν:

Η πρώτη κατηγορία, περιλαμβάνει αυτούς πού πάνε για πρώτη και τελευταία φορά, χωρίς απόφαση μετανοίας και βρίσκονται στο εξομολογητήριο από περιέργεια. Μετά οί περισσότεροι χάνονται.

Σπάνια μπορεί κάποιοι απ’ αυτούς, καλοπροαίρετοι, να προστρέξουν ξανά στο ευλογημένο Μυστήριο. Εδώ σ’ αυτές τις ψυχές δεν υπάρχει μετάνοια, αλλά διακρίνεις περιέργεια, αμφιβολίες πολλές και αινιγματικά χαμόγελα. Πολλές φορές αυτοί με ερωτήσεις αδιάκριτες, προσπαθούν να εξομολογήσουν τον Πνευματικό και όλα τα κρίνουν με τον «επάρατο» ορθολογισμό. Αν θελήσει να τους βοηθήσει λίγο ο Πνευματικός με καμιά ερώτηση, διακριτικά βέβαια, για να βγουν τα φίδια (αμαρτίες) από την ψυχή τους, οι περισσότεροι δεν απαντούν με ειλικρίνεια και συνήθως μετέπειτα τον κατηγορούν, ότι δήθεν τους σκανδάλισε με κάποιες ερωτήσεις πού τους έκανε. «Προφάσεις εν αμαρτίαις». Σημειώνουμε ότι ό Πνευματικός ρωτάει όταν υπάρχει διστακτικότητα και δεν μιλάν οι εξομολογούμενοι και το κάνει αυτό από αγάπη και πόνο στις ψυχές. Ή τέτοιου είδους εξομολόγηση είναι για τον Πνευματικό πολύ επίπονη και κουραστική. Ρωτάμε: Μπορούν αυτές οι ψυχές να ελευθερωθούν και να σωθούν με τέτοια πίστη και με τέτοια στάση έναντι του Θεού, του Μυστηρίου και του Πνευματικού τους Πατέρα;

Η δεύτερη κατηγορία ανθρώπων. Αυτοί οί αδελφοί πάνε και εξομολογούνται πιο συχνά, έχουν μεγαλύτερη συναίσθηση του Μυστηρίου από τους εξομολογουμένους της πρώτης κατηγορίας. Όμως, αυτοί το κάνουν για να περνούν καλά εδώ σ’ αυτή τη γη και να μην έχουν πειρασμούς. Ή πίστη τους κλονίζεται εύκολα και δεν έχουν συνειδητοποιήσει τί γίνεται στον Ουρανό. Τι έλεγε όμως ό Αββάς; «έπαρον τους πειρασμούς και ουδείς ό σωζόμενος». Αυτοί συνήθως δουλεύουν σε δυο κυρίους, λίγο στο Χριστό και πιο πολύ στον κοσμοκράτορα σατάν. Αν και ευεργετήθηκαν από την εξομολόγηση και το Χριστό πάρα πολύ, τρέχουν στο Μυστήριο ιδίως, όταν τους πάνε, όπως λένε, «όλα ανάποδα». Συνήθως στις εξομολογήσεις τους λένε για τους άλλους και τί τους έκαναν οί άλλοι και πολύ λίγο για τον εαυτό τους. Αν τους πει κάτι ό Πνευματικός πού δεν είναι της αρεσκείας τους και δεν θα ήθελαν να το ακούσουν, αντιδρούν και σκυθρωπούν, σε σημείο να κρατούν και κακία ή να σκέφτονται να φύγουν. Θέλουν το λόγο να τον έχουν αυτοί, να επιβάλλουν την άποψη τους και τότε ηρεμούν. Τι έλεγε όμως ό Αββάς; «άκουε μονάς Πατρός σου νουθεσίας ποιου προς αυτόν ταπεινάς αποκρίσεις και λέγε τους λογισμούς σου ώς τω Θεώ». Ας είναι ευλογημένοι οι υπάκουοι.

Επιθυμία τους είναι να αναπαύουν πάντα τον εαυτό τους, χωρίς να έχουν διάθεση θυσίας. Συνήθως είναι θυμώδεις, φιλάργυροι και ανελεήμονες προς τους άλλους. Αρέσκονται να προστρέχουν σε διάφορα προσκυνήματα – καλό είναι βέβαια, αλλά συνήθως δεν υπάρχει και σ’ αυτό καθαρότητα και καλή προαίρεση. Έχουν περιέργεια, είναι σπάταλοι για την οικογένεια και τον εαυτό τους, δεν είναι ολιγαρκείς, κάνουν κακούς λογισμούς και τους καλλιεργούν, τρέχουν ν’ ακούσουν και να δουν διαφόρους Γεροντάδες και το χειρότερο δεν τρέφουν Ιδιαίτερη αγάπη και εκτίμηση στον Πνευματικό τους. Πολλές φορές του καταλογίζουν και πολλές παραξενιές και αν τους δοθεί ευκαιρία, μπορεί εύκολα να τον αλλάξουν, επειδή δήθεν είναι αυστηρός, χωρίς άλλη αιτία. Τους αρέσει να εμμένουν στα πάθη τους.

Λένε πολλά λόγια και έχουν λίγες καλές πράξεις. Με επιμέλεια προσέχουν μην τυχόν και χάσουν χρόνο και χρήμα για τον συνάνθρωπο τους και θιγεί το «εγώ» τους. Όπως βλέπουμε και σ’ αυτή την περίπτωση των εξομολογουμένων δεν υπάρχει Μετάνοια, αλλά αχαριστία, φιλαυτία, εγωισμός, κενοδοξία, υποκρισία, Φαρισαϊσμός και ανυπακοή. Ρωτούν τον Πνευματικό για κάποιες υποθέσεις τους «χάριν υπακοής», αλλά πάντα κάνουν το δικό τους, για το όποιο έχουν ήδη προαποφασίσει. Αν κάποιοι κοσμικοί άνθρωποι, πού είναι άγευστοι της πνευματικής ζωής τους πούνε να πάνε για το «καλό» δήθεν σε μέντιουμ, χαρτορίχτρες, καφετζούδες και αγύρτες, είναι έτοιμοι κι’ αυτό να το κάνουν. Η θρησκοληψία είναι αρρώστια.

Δρουν και κινούνται πάντα στο θέλημά τους και δεν υποτάσσονται στο θέλημα του Θεού. Ρωτούμε: Έτσι μπορεί να κάνη Καρπούς του Αγίου Πνεύματος ή ψυχή; (Γαλατάς Ε’, 22). Ό Χριστός μας τονίζει με έμφαση: «Ουδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν ή γαρ τον ένα μισήσει και τον έτερον αγαπήσει, ή ενός ανθέξεται και του ετέρου καταφρονήσει, ου δύνασθε Θεώ δουλεύειν και μαμωνά». (Ματθαίον ΣΤ’, 24). Ό Θεός να μας φυλάγει απ’ αυτήν την κατάσταση.

Η τρίτη κατηγορία και ή πιο ευλογημένη. Όσοι πιστοί ανήκουν στην κατηγορία αυτή, αντελήφθησαν τί γίνεται με την αιωνιότητα και πήραν για καλά το δρόμο της Σωτηρίας. Εξομολογούνται με ειλικρινή μετάνοια, συντριβή και πολύ καθαρά, κάνουν φιλότιμη υπακοή, υπέταξαν το θέλημα τους, στο θέλημα του Θεού δια μέσω του Πνευματικού. Βάζουν κάθε μέρα αρχή μετανοίας, σπεύδουν συχνά στο Μυστήριο και επικοινωνούν με τον Πνευματικό για σοβαρά θέματα. Προσπαθούν να μην τον κουράζουν άσκοπα, αντίθετα τον συμπαραστέκονται ποικιλότροπα στο έργο της δύσκολης ποιμαντικής του διακονίας. Δεν είναι αδιάφοροι, προσεύχονται γι’ αυτόν και για όλο τον κόσμο. Πολεμούν, τους κακούς λογισμούς με την ευχή: «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησαν με». Δεν κατηγορούν τους συνανθρώπους τους, αλλά πολύ περισσότερο δεν κατηγορούν και δεν συκοφαντούν τον εξομολόγο τους, ό οποίος γίνεται γέφυρα για τη Σωτηρία τους. Καταλαβαίνουν ότι αναλώνει το χρόνο και τη ζωή του γι’ αυτούς χωρίς να έχει προσωπικό κέρδος και συμφέρον. Ακόμη δεν αφήνουν ούτε ένα λογισμό κακό να πέραση από την διάνοια τους για τον Πνευματικό τους Πατέρα και Οδηγό. Μισούν την αμαρτία. Δεν παρεξηγούνται με ότι και αν τους πει, με ότι και αν τους ρωτήσει, έστω και να τους μαλώσει προς διόρθωση, γιατί νοιώθουν ότι το κάνη από αγάπη για τη λύτρωση τους. Γνωρίζουν οι ψυχές αυτές, με τη φώτιση πού τους έχει δώσει το Άγιο Πνεύμα, λόγω της ταπεινώσεως και της υπακοής πού έχουν, ότι ό Πνευματικός έχει εμπειρία από τις παγίδες πού στήνει στους ανθρώπους ό διάβολος και ό κόσμος. Έτσι μ’ αυτό τον τρόπο προφυλάγει τις ψυχές τους από τις αμαρτίες και τον αιώνιο θάνατο. Τους οδηγεί σε Αγγελική πολιτεία.

Είναι ελεήμονες, δεν υπολογίζουν χρήμα, χρόνο, κόπο και μόχθο, γιατί πιστεύουν ότι ό Θεός τους ενισχύει και τους ελεεί και ότι από Αυτόν προέρχεται «παν δώρημα τέλειον». Αυτοί οι άνθρωποι φτωχοί να είναι, λίγα να έχουν, θα κάνουν και ελεημοσύνες. Τέλος έχουν μνήμη θανάτου, ζουν στη γη και πολιτεύονται στον Ουρανό, είναι έτοιμοι ακόμη και για μαρτύριο, προς χάριν της Αγίας Πίστεώς μας και της αγάπης προς τον Χριστό, να πάνε. Πώς λοιπόν να μην αναπεύεται ή Αγία Τριάδα αλλά και ό Πνευματικός εξομολόγος μ’ αυτές τις ψυχές; Γι’ αυτό βλέπουμε αυτούς τους ανθρώπους να ανεβαίνουν πνευματικά την Ουρανοδρόμα κλίμακα των αρετών με διάκριση και ταπείνωση. «Δεύτε και αναβώμεν εις το όρος του Θεού ημών».

Ας προσευχηθούμε και ας αγωνισθούμε αδελφοί μου να ενταχθούμε στην τρίτη κατηγορία, γιατί μόνον έτσι θα αξιωθούμε να δούμε Πρόσωπον Θεού και να περάσουμε «εν ειρήνη» και αθόρυβα απ’ αυτήν την γη, την πρόσκαιρη πατρίδα μας, αλλά κυρίως να μας συμπεριλάβει ό Πανάγαθος Κύριος μας στους σεσωσμένους της Ουρανίου ζωής μεταξύ των Αγίων Του, «ένθα ουκ εστί πόνος, ου λύπη, ου στεναγμός αλλά ζωή ατελεύτητος» Αμήν.

«Οι άνθρωποι πού αλλάζουν Πνευματικό Οδηγό χωρίς σοβαρό λόγο, δεν κάνουν καρπούς άξιους της μετανοίας» (Ματθ. 3, 8)

«Στις πονηρές ημέρες μας, ή ευσέβεια, ή ευλάβεια, ή αφιλαργυρία, ό φόβος τον Θεού, ή αγάπη και ό πόνος για τις ψυχές, θεωρούνται από τους ανθρώπους του κόσμου τούτου ως παραξενιά». Δεν σας θυμίζει λίγο αυτό το πνεύμα του κόσμου, πού επικρατεί στις ημέρες μας, τα χρόνια του Προφήτου Νώε;

Ό Χριστός μας υπενθυμίζει: «Γίνου πιστός άχρι θανάτου και δώσω σοι το στέφανον της ζωής» (Αποκάλυψις 2, 10).

«Όπου Μοναστήρι κι’ Εκκλησία, εκεί δεν υπάρχει φυλακή»

«Οι αιρετικοί οργανώνονται και κάνουν τεράστιες αίθουσες, εμείς οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί, δεν πρέπει να Οργανωθούμε;»

Έκδοση: Ιερού Ησυχαστηρίου Αγίου Αθανασίου και Αγίας Ακυλίνης


<>






Ο π. Αγαθάγγελος Μιχαηλίδης εξομολογούσε με πυρετό 40 βαθμούς σώζοντας μία γυναίκα από την αυτοκτονία

«Κάποτε ὁ π. Ἀγαθάγγελος Μιχαηλίδης (1908-1991) ἦταν στό κρεββάτι. Μέ πυρετό 39-40 βαθμούς. Καί ἐξομολογοῦσε. Ἕνας κληρικός φίλος του μάταια προσπαθοῦσε νά πείση τόν π. Ἀγαθάγγελο νά σταματήση· καί τόν κόσμο, πού περίμενε τή σειρά του, νά φύγη.
—Γιά τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ! Καίγεται στόν πυρετό!
Πολλοί ἔφυγαν. Μιά γυναῖκα ἐπέμενε. Καί παρότι ὁ φίλος κληρικός εἶχε πιά πεισμώσει καί τοῦ ζητοῦσε ἐπιτακτικά νά μήν τή δεχθῆ, ὁ π. Ἀγαθάγγελος τή δέχθηκε. Καί ὅταν τελείωσε, τοῦ εἶπε:
—Ἄν δέν τήν ἄφηνες νά ἔλθη νά ἐξομολογηθῆ, θά τήν εἶχες πάρει στό λαιμό σου: Πήγαινε κατ’ εὐθεῖαν γιά αὐτοκτονία!
Καί τοῦ ἔδειξε ἕνα μπουκαλάκι γεμᾶτο δηλητήριο, τό ὁποῖο τοῦ τό εἶχε παραδώσει. Ἡ ἐξομολόγησι τήν ἔσωσε».

Ἀπό τό βιβλίο:
Ἀρχιμ. Ἰωάννου Κωστώφ
Ἡ Εξομολόγηση - Μετάνοια: Τό Ἀντικλείδι τοῦ Παραδείσου
ἐκδ. Ἅγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός
Ἀθήνα 2012

<>



Γιατί είναι αναγκαία η εξομολόγηση

Άγιος Νεκτάριος της Αίγινας

Η εξομολόγηση είναι αναγκαία για τους εξής λόγους:

α) διότι είναι εντολή του Θεού,
β) διότι επαναφέρει και αποκαθιστά την ειρήνη μεταξύ Θεού και ανθρώπων, και
γ) διότι ωφελεί τον άνθρωπο από ηθική και πνευματική άποψη.
Το ότι η εξομολόγηση είναι θεία εντολή φαίνεται από τις Άγιες Γραφές, την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη.
Εξ ονόματος του Θεού ο Μωυσής λέει στους Ισραηλίτες : «Όποιος άνθρωπος, άνδρας ή γυναίκα υπέπεσε σε κάποια από τα αμαρτήματα των ανθρώπων και παραμελώντας αδιαφόρησε γι’ αυτό, πρέπει να εξομολογηθεί την αμαρτία την οποία διέπραξε» ( Αρ. ε΄6-7 ).
Και πάλι: «Εάν η ψυχή αμαρτήσει… και εξαγορευτεί την αμαρτία, ανάλογα δε με το φταίξιμο να ορίσει τιμή και να αποδώσει το κεφάλαιο, δηλαδή το επιτίμιο, προσθέτοντας τον τόκο σε αυτό, να φέρει στον Κύριο ένα κριάρι» (Λευιτ. ε΄ 26).
Στις Παροιμίες του Σολομώντος, αναφέρεται: «Αυτός που καλύπτει την ασέβεια του εαυτού του, δεν βρίσκεται σε καλό δρόμο. Αυτός όμως που έχει ως αρχή να ελέγχει τον εαυτό του, θα αγαπηθεί» (κη΄13).
Όλοι οι προφήτες και ιδιαίτερα ο Δαβίδ, συστήνουν την εξομολόγηση, αφού τη μετάνοια ακολουθεί η εξομολόγηση. Έτσι, αυτοί που προσέρχονταν στον Ιορδάνη, στον Κήρυκα της Μετανοίας, τον βαπτιστή Ιωάννη, προηγουμένως εξομολογούνταν τις αμαρτίες τους.
Ας δούμε τους λόγους του Ευαγγελιστή: «Τότε προσέρχονταν σ’ αυτόν από τα Ιεροσόλυμα, από όλη την Ιουδαία, καθώς και από όλα τα περίχωρα του Ιορδάνου, και βαπτίζονταν στον ποταμό Ιορδάνη από τον Ιωάννη τον Βαπτιστή, εξομολογούμενοι τις αμαρτίες τους» (Ματθ. γ΄6).
Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι η εξομολόγηση είναι θεία εντολή και ως τέτοια πρέπει να τηρείται, για τη σωτηρία των μετανοουμένων. Αυτή η εντολή έλαβε πρόσθετο κύρος στην Καινή Διαθήκη. Η εξομολόγηση έγινε η θύρα της εισόδου στον Χριστιανισμό και αυτό φανερώνεται επαρκώς από την εξομολόγηση των βαπτιζομένων στον Ιορδάνη από τον Ιωάννη, του οποίου το βάπτισμα ήταν προεισαγωγή στον Χριστιανισμό, γιατί έλεγε:
«Εγώ μεν σας βαπτίζω με νερό, σε βάπτισμα μετανοίας. Αυτός όμως; Που έρχεται μετά από μένα είναι ισχυρότερός μου και δεν είμαι ικανός ούτε τα υποδήματά Του να κρατήσω. Αυτός θα σας βαπτίσει με το πνεύμα το Άγιο και το πυρ της θείας Χάριτος» (Μτ. γ΄ 11).
Αυτό μαρτυρείται επίσης και από τις Πράξεις των Αποστόλων ∙ γιατί διηγούμενος ο απόστολος Λουκάς τα σχετικά με την προσέλευση των Εφεσίων στον Χριστιανισμό, λέει ότι έρχονταν με σκοπό να εξομολογηθούν τις πράξεις τους και μάλιστα με πολύ θάρρος.
Ιδού τα λόγια του αποστόλου: «Πολλοί τε τῶν πεπιστευκότων ἤρχοντο ἐξομολογούμενοι καὶ ἀναγγέλλοντες τὰς πράξεις αὐτῶν.» ( Πράξ. ιθ΄ 18 ). Η προσευχή «Πάτερ ημών» είναι ένα είδος συνεχούς και καθημερινής εξομολογήσεως∙ η αίτηση για άφεση των αμαρτιών μας είναι ομολογία των αμαρτιών μας.
Την εξομολόγηση συνιστά και ο απόστολος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος λέγοντας: «Να εξομολογείστε τα παραπτώματα σας ο ένας στον άλλον και να εύχεσθε υπέρ των άλλων, για να γιατρευθείτε, γιατί έχει μεγάλη δύναμη η δέηση του δικαίου και φέρνει θαυμαστά αποτελέσματα» (Ιακ. ε΄ 16).
Ο δε ευαγγελιστής Ιωάννης συμβουλεύει: «Εάν ομολογούμε τις πράξεις μας, ο Θεός είναι πιστός στον λόγο Του ∙ θα μας συγχωρήσει και θα μας καθαρίσει από κάθε αδικία» (Α΄ Ιω., α΄ 9).
Η εξομολόγηση ως αρχαίο έθιμο της Εκκλησίας αναφέρεται από τον Ειρηναίο (Κατά Αιρέσεων Α΄ 13), από τον Τερτυλλιανό (De poenitenciae 2, 4 , 9, 10), από τον Κλήμεντα τον Αλεξανδρέα (Στρωματείς Β΄12), από τον Ωριγένη (ομιλία στο Λευιτικό Β΄ 4) και από τον Κυπριανό (στην Επιστολή LVLIX).
Οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν την εξομολόγηση αναγκαία και ωφέλιμη, γιατί αυτοί που εισάγονταν στα Μυστήρια της Ελευσίνας και της Σαμοθράκης, προηγουμένως εξομολογούνταν τις αμαρτίες τους ( Πλουτάρχου, Αποφθέγματα).
Ο δε Σωκράτης συνιστούσε την εξομολόγηση ως σωτήρια πράξη : «Εάν κάποιος με αδικήσει, να είναι πρόθυμος να πάει εκεί που γρήγορα θα αποδώσει το δίκαιο∙ να σπεύσει στον γιατρό, ώστε να μην γίνει χρόνιο το νόσημα της αδικίας και εξασθενήσει ύπουλα την ψυχή, καθιστώντας την ανίατη» (Πλάτωνος, Γοργίας)…
… Η εξομολόγηση πράγματι είναι θεία εντολή, διότι είναι υπαγόρευση της καρδιάς. Αυτός που αμάρτησε αισθάνεται βαριά την καρδιά του και δεν βρίσκει ανακούφιση αν δεν εξομολογηθεί το αμάρτημά του, αν δεν το ομολογήσει ενώπιον του Θεού. Η Αγία Γραφή αναφέρει ένα αρχαιότατο παράδειγμα, την εξομολόγηση του Λάμεχ, ο οποίος εξομολογήθηκε συντετριμμένος, εμπρός στις γυναίκες του, διότι εφόνευσε έναν άνδρα…
… Αυτός που δεν εξαγορεύτηκε τις αμαρτίες του δεν βρίσκει ποτέ ανάπαυση, γιατί ποτέ δεν εξοικειώθηκε με τον Θεό. Αυτός που δεν εξομολογείται τις αμαρτίες του βρίσκεται διαρκώς κάτω από το βάρος της ενοχής και μακριά από τον Θεό, γι’ αυτό και η ψυχή του θλίβεται και πονάει.
Η ανώμαλη ηθική κατάσταση που επικρατεί στον αμαρτωλό, ο αδιάκοπος έλεγχος που προξενείται από την συναίσθηση της ψυχής που αναγνωρίζει την αμαρτία της και ζητάει ανακούφιση. Η ψυχή αναζητάει την εξομολόγηση, γιατί γνωρίζει τη θεία εντολή ∙ γιατί κατάλαβε ότι αυτή είναι το μόνο μέσον συμφιλιώσεως και συνδιαλλαγής με τον Θεό, τον οποίο συναισθάνεται ότι εξόργισε και επιζητεί να Τον ευχαριστήσει για να μην την αποστραφεί, αλλά να γίνει ελεήμων σε αυτήν και να της συγχωρήσει τις αμαρτίες.
Όπως η εξομολόγηση είναι εσωτερική ορμή, έτσι και η καταλλαγή με τον Θεό είναι εσωτερική προτροπή που υποκινεί προς αυτόν τον σκοπό, γιατί η ψυχή συναισθάνεται ότι αμάρτησε προς τον Θεό και οφείλει να προσεγγίσει τη θεία αγάπη για να θεραπευτεί.
Η Εκκλησία είναι η μόνη που έλαβε την εξουσία να συμφιλιώσει τον άνθρωπο με τον θεό και να επιφέρει τη θεραπεία. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο εκείνος που αμάρτησε πρέπει να προστρέξει στην Εκκλησία. Μόνο αυτή έχει τη δύναμη να τον συμφιλιώσει με τον Θεό.

Από το βιβλίο: «Περί επιμελείας ψυχής ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΠΕΝΤΑΠΟΛΕΩΣ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΘΩΣ

<>



Συχνή συμμετοχή στην Θεία Κοινωνία μετά από Εξομολόγηση και την άδεια του Πνευματικού μας

Στην Αποκάλυψη του Ιωάννη ο Χριστός παρουσιάζει μία πολύ ωραία εικόνα: «Ιδού έστηκα επί την θύραν και κρούω· εάν τις ακούση της φωνής μου και ανοίξη την θύραν και εισελεύσομαι προς αυτόν και δειπνήσω μετ’ αυτού και αυτός μετ’ εμού». Ο Χριστός χτυπάει την πόρτα της καρδιάς μας με πολύ σεβασμό και διακριτικότητα. Δεν κραυγάζει, δεν σπάει την πόρτα, γιατί σέβεται την ελευθερία μας. Δείχνει με την εικόνα αυτή πόσο μας σέβεται, αλλά και πόσο μας αγαπάει. Λαχταράει να του ανοίξουμε να μπει και να δειπνήσει μαζί μας. «Επιθυμία επεθύμησα τούτο το Πάσχα φαγείν μεθ’υμών». Θέλει, αν είναι δυνατόν, να βρίσκεται κάθε μέρα στο σπίτι του καθενός μας κι εμείς Τον περιφρονούμε. Με δυσκολία του ανοίγουμε την πόρτα μας, ελάχιστες φορές τον χρόνο, σαν σε αδιάφορο επισκέπτη, ίσως και βαρετό. Και πόσο βιαζόμαστε να τελειώνουμε μαζί Του!

Εδώ αύθόρμητα προβάλλει το ερώτημα:

Κάθε πότε πρέπει να κοινωνούμε; Ας αφήσουμε να μιλήσει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: «Πές μου, ρωτάει, αν κληθεί κάποιος σε δείπνο και προσέλθει, και αφού πλύνει τα χέρια του και καθίσει στο τραπέζι, χωρίς καν να αγγίξει τα εδέσματα που ο οικοδεσπότης προσφέρει, δεν προσβάλλει αυτόν που τον κάλεσε;»

Κάτι παρόμοιο συμβαίνει κι εδώ. Όταν προσέρχεσαι σε κάποιο τραπέζι, προσέρχεσαι για να φας. Και η θεία λειτουργία είναι τραπέζι, είναι τροφή. Κι ερχόμαστε σ’ αυτό το πνευματικό τραπέζι, όχι για να κάτσουμε στην άκρη, όχι για να παρακολουθήσουμε, αλλά για να συμμετάσχουμε. Φέρνουμε τις προσφορές μας, τους καρπούς του μόχθου μας, το ψωμί και το κρασί και ικετεύουμε τον Κύριο να αγιάσει τα δώρα μας. Για ποιό λόγο; Μα για να κοινωνήσουμε.

Δυστυχώς, όμως. Αυτή την αλήθεια την ξεχνάμε. Ο διάβολος μας ρίχνει πολλές φορές στην αμαρτία. Αλλά δεν είναι αυτή η μεγαλύτερη νίκη του. Η μεγαλύτερη νίκη και επιτυχία του είναι που μας έχει πείσει να μην κοινωνούμε συχνά. Γράφει ο Αγ. Κύριλλος Αλεξανδρείας: «Όσοι απομακρύνονται από την εκκλησία και την θεία κοινωνία, γίνονται εχθροί του Θεού και φίλοι των δαιμόνων».

Από το βιβλίο: Λίγα λόγια για τη Θεία Ευχαριστία, εκδ. Ι. Μητροπόλεως Αργολίδος, Ναύπλιο


<>



Η αναγκαιότητα της καθοδήγησης του Πνευματικού Πατέρα

Μας αναφέρει ο Γέροντας Τρύφωνας ηγούμενος της Μονής του Σωτήρος Χριστού της Νήσου Vashon στην Washington των ΗΠΑ: «Υπάρχει ένα γνωμικό πού λέει: “Ο άνθρωπος που κατευθύνει πνευματικά τον εαυτό του μόνος του γίνεται μαθητής ενός τρελλού”».


<>



- Γέροντα, όταν δεν αισθάνομαι την ανάγκη εξομολογησης τι φταίει;

- Μήπως δεν παρακολουθείς τον εαυτό σου; Η εξομολόγηση είναι μυστήριο. Να πηγαίνεις και απλά να λες τις αμαρτίες σου.
Γιατί τι νομίζεις;; Πείσμα δεν έχεις; Εγωισμό δεν έχεις; Δεν πληγώνεις την αδελφή; Δεν κατακρίνεις; Μήπως εγώ τι πηγαίνω και λέω «Θύμωσα, κατέκρινα..» και μου διαβάζει την ευχή ο Πνευματικός.
Αλλά και οι μικρές αμαρτίες έχουν κι αυτές βάρος.Όταν πήγαινα στον Παπα-Τύχωνα να εξομολογηθώ, δεν είχα τίποτε σοβαρό να πώ, και μου έλεγε: Αμμούδα, αμμούδα παιδάκι μου, δλ οι μικρές αμαρτίες μαζεύονται και κάνουν έναν σωρό αμμούδα που όμως είναι βαρύτερη από πέτρα.


Άγιος Παϊσιος ο Αγιορείτης - Λόγοι Γ, πνευματικός αγώνας


<>



Η αγάπη και η προσευχή του Πνευματικού Πατέρα συνοδεύει τα Πνευματικά του τέκνα

Άγιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης της Αθήνας (+1991)

Άγιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης της Αθήνας (+1991):

“Την ώρα πού μπαίνει κάποιος να εξομολογηθεί, τον… κοιτάζω. Όταν φεύγει, τον συνοδεύω με προσευχή, του στέλνω την αγάπη μου ως έξω. Είναι καλύτερα να στέλνεις σιωπηλά την αγάπη σου, παρά να λες λόγια…”.

<>




Η μετάνοια και η Θεία Εξομολόγηση ενός 80χρονου Έλληνα στο Detroit των ΗΠΑ

Αναφέρει ο π. Στέφανος Αναγνωστόπουλος:

Πριν από χρόνια, μου είπε ο παπα-Εφραίμ Αριζόνας και πήγα στο Ντητρόιτ των ΗΠΑ, και κει με κάλεσαν σ’ ένα σπίτι να εξομολογήσω έναν 80χρονο, ο οποίος δεν ήθελε Εξομολόγηση στην ουσία, αλλά ήθελε να του κάνω ερμηνεία ενός ονείρου που είχε δεί.
Εγώ άρπαξα την ευκαιρία, και από το όνειρο έβγαλα την Εξομολόγηση.
Και είπε, είπε…, και είπε… αυτός ο 80χρονος άνθρωπος, πολλές και φοβερές αμαρτίες, ακατανόμαστες, που δεν μπορούμε ούτε καν να τις ονομάσουμε, στις εξωτερικές μας συζητήσεις, όχι μέσ’ την Εκκλησία, αλλά ούτε και έξω απ΄αυτήν! Τόσο φοβερές ήταν αυτές οι αμαρτίες.
Προσπάθησα λοιπόν να του βάλω την συναίσθηση της βαρύτητος της αμαρτίας, και ότι αύριο μεθαύριο, είτε του αρέσει είτε δεν του αρέσει, είτε το θέλει είτε δεν το θέλει θα βρεθεί μπροστά στην Κρίση του Αγίου Θεού.
Και τότε εκείνος ο άνθρωπος, κάτω απ’ τη χάρη του Αγίου Θεού, ως άλλος ληστής, είπε: 
«Θεέ μου, συγχώρεσέ με τον αμαρτωλόν», 
δεν είπε «Μνήσθητί μου Κύριε όταν έρθεις εν τη βασιλεία Σου», αλλά είπε «Θεέ μου συγχώρεσέ με τον αμαρτωλόν», αυτό είπε, και άρχισε να κλαίει… να κλαίει… και να κλαίει …
Μισή ώρα, μια ώρα, μιάμιση ώρα, δύο ώρες έκλαιγε… και ’γω καθόμουν και έκλαιγα μαζί του.
Του διάβασα τη συγχωρητική ευχή, και έφυγα.
Αυτός μετά κάλεσε όλους τους δικούς του, και είπε πόσο ανάλαφρος ένοιωθε, γιατί ήταν και πολύ γεμάτος. 
Πάμπλουτος εν τω μεταξύ, με εκατομμύρια εκατομμυρίων χρημάτων, και άρχισε να αγκαλιάζει όλους και το υπηρετικό προσωπικό, και από την χαρά του την πολλή να θέλει να χορεύει τους Ελληνικούς χορούς γιατί ξελάφρωσε.
Πέταξε όλη τη σαβούρα του, και την πήρε ο Σταυρός του Κυρίου, και χαρά, χαρά, χαρά, «πετάω σαν άγγελος, νοιώθω νάχω φτερά, νοιώθω νάχω φτερά» έλεγε.
Και έψαλλε ό,τι θυμόταν απ’ την πατρίδα του, μικρό παιδί, γιατί ήταν Ελληνοαμερικανός…
Και από την πολλή του τη χαρά, αισθάνθηκε κούραση, λέει:
«Ας ξαπλώσω παιδιά μου λίγο τώρα, πέντε λεπτά έτσι, να ξεκουραστώ. 
Θεέ μου σ’ ευχαριστώ, που δέχτηκες εμένα τον αμαρτωλό, Σ’ ευχαριστώ, σ’ ευχαριστώ, σ’ ευχαριστώ» έλεγε, 
και ξαφνικά πέθανε…
Θάνατος Οσιακός, όπως αυτού του ανθρώπου, που ήταν απάνω στο Σταυρό του κακούργου.
Άρα λοιπόν όλοι σας, έχετε αυτήν την ευκαιρία, να πείτε Θεέ μου συγχώρεσέ με, τον αμαρτωλό και την αμαρτωλή, αρκεί να τρέξει απ’ τα ματάκια σας.
Ένα διαμάντι μεγάλης αξίας, το διαμάντι αυτό, να είναι το δάκρυ της μετανοίας, και θα δείτε ν’ ανοίγουν οι ουρανοί, και να σας δέχονται και να σας υποδέχονται, άγγελοι και αρχάγγελοι.
Αλλά εμείς, αλλά εγώ, ο πατήρ Στέφανος, που τον ανεβάζετε και τον κατεβάζετε «άγιο», δεν ξέρω τι άλλο τον λέτε, κουτσομπολεύετε και από πίσω, όχι εσείς, άλλοι…
Εμείς όμως έχουμε αυτό εδώ, (δείχνει το πετραχείλι του), αυτό έχουμε εδώ, και δω κρέμονται εκατοντάδες και χιλιάδες, και θα δώσουμε λόγον.
Μπορούμε όμως να σωθούμε όλοι μας με ένα απλό «μνήσθητι»;
Άς είναι λοιπόν ευλογημένοι οι λαϊκοί που με έναν λόγο μετανοίας επιστρέφουν στην Βασιλεία του Θεού. 
Και αλοίμονό σε όλους τους κληρικούς όλου του κόσμου, αλοίμονό τους, διότι σχεδόν και με τα δυό τους πόδια, βρίσκονται στην Κόλαση.

Facebook: Ηλίας Καλλιώρας

<>








Άφεση αμαρτιών, Θεία Εξομολόγηση και Θεία Κοινωνία – Άγιος Κυπριανός Επίσκοπος Καρχηδόνας, Β. Αφρικής (+258)

Αρχιμ. Ιωάννης Κωστώφ:

«Ὁ Ἅγιος Κυπριανός τονίζει πώς ὁ ἁμαρτωλός γίνεται πάλι δεκτός στήν ἐκκλησιαστική κοινωνία, δηλαδή στό Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας “διά τῆς ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν τοῦ ἐπισκόπου καί τοῦ ἱερατείου” ἀφοῦ προηγουμένως ἐξομολογηθῆ (Κυπρ. Ἐπιστ. 16, 2 [βλ. καί: Εpist. 9 § 2])· δέν ἐπιτρέπει τή Θεία Κοινωνία σέ κανέναν “ἐάν προηγουμένως ὁ ἐπίσκοπος καί τό ἱερατεῖο δέν ἐπιθέσουν τήν χεῖρα ἐπάνω του”(Ἐπιστ. 18, 2)· ἡ “ἄφεσι” λέει πού ἔγινε “διά τῶν ἱερέων” εἶναι “ἀρεστή στόν Κύριο”(De Lapsis, 29)».

Ἀπό το βιβλίο: Ἀρχιμ. Ἰωάννου Κωστώφ, Η ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΙ, Μετάνοια: Τό ἀντικλείδι τοῦ Παραδείσου, Εκδ. Ἀγιος Ἰωάννης ο Δαμασκηνός, ΑΘΗΝΑ 2012

<>

Μοναχή Πορφυρία, πρώην οδηγός ταξί σε Αθήνα και Πειραιά (+2015): Να βρείτε έναν Πνευματικό Πατέρα που θα σας ανεβάσει ψηλά στο Θεό

Ἀναφέρει ἡ Μόναχη Πορφυρία, πρώην ὁδηγός ταξί σε Αθήνα καί Πειραιά (+2015):

«Ὅταν κάνω τήν ἐρώτησι: “Πᾶτε στήν Ἐκκλησία; Ἔχετε Πνευματικό;”. Τό 90% τῶν ἐπιβατῶν μου στό ταξί μοῦ ἀπαντοῦν: “Ὄχι. Ποῦ νά βρεθῆ χρόνος! Καί ἐκτός αὐτοῦ, τί νά πᾶμε νά ἀκούσουμε; Τόν παπᾶ νά μᾶς κάνη κήρυγμα, ἐνῶ αὐτός δέν τό πιστεύει καί κάνει πράγματα πού δέν πρέπει; Ἄσε μας, κοπέλλα μου, στόν πόνο μας. Ἄλλωστε οὔτε ἔχουμε κλέψει οὔτε ἔχουμε σκοτώσει· τί τόν θέλουμε τόν Πνευματικό;”.

Ἀγαπητοί μου, ὅλοι ἔχουμε κλέψει, ὅλοι ἔχουμε σκοτώσει, ὅλοι ἔχουμε ἀδικήσει, ὅλοι ἔχουμε συκοφαντήσει. Δέν χρειάζεται νά πάρουμε στά χέρια μας τό ὅπλο καί νά πυροβολήσουμε· σκοτώνουμε καί μέ τή γλῶσσα καί μέ ἄλλους τρόπους… Ὅταν μᾶς ἀδικοῦν, πονᾶμε· ὅταν, ὅμως, ἀδικοῦμε, δέν πονᾶμε καί εἴδατε πόσο εὔκολα τό κάνουμε; Μέ πόση ἄνεσι μοῦ μιλᾶτε, ὅταν ἐσεῖς ἀδικῆτε! Καί μέ πόσο πόνο μοῦ μιλᾶτε, ὅταν σᾶς ἀδικοῦν! Πόση γαλήνη αἰσθάνεσθε, ὅταν καταλαβαίνω τόν πόνο σας καί σᾶς παρηγορῶ, καί προσπαθῶ νά δίνω λύσεις στά προβλήματά σας! Καί μέ πόση χαρά καί εὐγνωμοσύνη μοῦ λέτε, τό “εὐχαριστῶ”, γιά τήν βοήθεια πού σᾶς προσφέρω! Πόσες φορές σᾶς ρωτῶ: “Σᾶς βοήθησα;”.

“Πάρα πολύ”, μοῦ ἀπαντᾶτε.

“Ἐγώ, πού σᾶς βοήθησα τόσο πολύ, ὅπως λέτε, καί σᾶς γαλήνεψα τήν ψυχούλα σας, θά σᾶς πείραζε ἄν ἤμουν ἀλήτισσα;”,

“Ὄχι, καθόλου”!

“Τότε, γιατί σᾶς ἐνοχλεῖ ἄν ὁ ἱερέας δέν εἶναι σωστός; Ἐκεῖνος σᾶς δίνει αὐτό πού σᾶς ἔδωσα τώρα ἐγώ, ἀλλά μέ θεϊκή χάρι. Λοιπόν, γιατί τόν ἀπορρίπτετε; Σᾶς βολεύει, ἔ; Ἄν ὁ προϊστάμενός σας εἶναι κλέπτης, ἀλήτης ἤ ὁ,τιδήποτε ἄλλο, θά παραιτηθῆτε ἀπ’ τήν ἐργασία σας;”.

“Ὄχι, βέβαια!”.

“Ἄ! Δέν παραιτεῖσθε ἀπό ἐκεῖ· ἀπ’ τό Θεό, ὅμως, παραιτεῖσθε πολύ εὔκολα!”.

“Ἔτσι, ὅπως μᾶς τά λέτε, ἔχετε δίκηο, δέν τά εἴχαμε σκεφθῆ μέ τή δική σας λογική”.

“Καιρός νά τά σκεφθῆτε. Αὐτό πού δέν μπορῶ νά καταλάβω εἶναι πῶς μπορεῖτε νά ζῆτε χωρίς τό Θεό. Τό ὅτι ὑπάρχετε τό ὀφείλετε στό Θεό. Ὅπου κι ἄν ἔχετε πετύχει, εἴτε ἐπαγγελματικά εἴτε στό γάμο σας εἴτε κοινωνικά, τό ὀφείλετε στό Θεό. Ἕνα εὐχαριστῶ ἐσεῖς δέν Τοῦ τό ὀφείλετε;”.

“Μᾶς ἀνατρέπετε τό σκεπτικό μας”.

“Εἶσθε εὐτυχισμένοι ὅπως ζῆτε;”.

“Μμ! Δέν μποροῦμε νά ποῦμε ναί”.

“Γιά δοκιμάσθε, λοιπόν, νά πηγαίνετε στήν Ἐκκλησία, νά ἀρχίσετε νά ἀκοῦτε τό λόγο τοῦ Θεοῦ μας. Νά βρῆτε ἕνα Πνευματικό, πού θά ἀγγίξη τήν ψυχή σας καί θά σᾶς ἀνεβάση ψηλά στό Θεό. Καί τότε θά δῆτε πώς ἐκεῖ ὑπάρχει ἡ εὐτυχία. Δοκιμάστε το καί νά εἶσθε σίγουροι πώς δέν θά βγῆτε χαμένοι. Δέν εἶναι ὅλοι οἱ ἱερεῖς ἴδιοι· ἔχουμε πολλούς ἁγίους ἱερεῖς, πού, ἄν ψάξουμε μέ καλή διάθεσι καί πίστι στό Θεό, Ἐκεῖνος θά μᾶς τούς ἀποκαλύψη”.

Ἄς μή ψάχνουμε γιά δικαιολογίες, ὅταν φεύγουμε μακρυά ἀπ’ τό Θεό. Κανείς δέν μπορεῖ νά μᾶς διώξη μακρυά Του, παρά μόνο ὁ ἑαυτός μας. Ὅπως κανείς δέν μπορεῖ νά μᾶς βλάψη περισσότερο ἀπ’ τόν ἑαυτό μας!».

Ἀπό το βιβλίο: Ἀρχιμ. Ἰωάννου Κωστώφ, Θεός Ἐφανερώθη – Ἀπό τόν Ἀθεϊσμό στό Χριστό, ἐκδ. Ἁγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, τηλ. 6978461846, Ἀθήνα 2011

<>

Μετάνοια & Θεία Εξομολόγηση – Άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος, Μαθητής του Αποστόλου Ιωάννου του Θεολόγου & Επίσκοπος Αντιοχείας (+108)


«“Ὅλους ὅσοι μετανοοῦν τούς συγχωρεῖ ὁ Κύριος, ἐάν μετανοήσουν εἰς ἑνότητα Θεοῦ καί εἰς συνέδριον ἐπισκόπου”, λέει χαρακτηριστικά ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος (Ἰγν. Φιλαδ. 8, 1)».

Ἀπό το βιβλίο: Ἀρχιμ. Ἰωάννου Κωστώφ, Η ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΙ, Μετάνοια: Τό ἀντικλείδι τοῦ Παραδείσου, Εκδ. Ἀγιος Ἰωάννης ο Δαμασκηνός, ΑΘΗΝΑ 2012

<>




Μετάνοια, Θεία Εξομολόγηση και Πνευματικός Πατέρας

Άγιος Ιερώνυμος της Βηθλεέμ (+420)

Γράφει ὁ Ἅγιος Ἱερώνυμος: «“Ἐάν τό φίδι, δηλαδή ὁ διάβολος, δαγκώση κάποιον κρυφά, τόν μολύνει μέ τό δηλητήριο τῆς ἁμαρτίας. Καί ἐάν αὐτός πού δέχθηκε τή δαγκωματιά μείνη σιωπηλός καί δέν μετανοήση καί δέν θέλη νά ὁμολογήση τό τραῦμα του σ᾽ ἕνα ἀδελφό καί κύριό του, στόν πνευματικό του πατέρα καί ἱερέα, τότε ὁ ἀδελφός καί κύριός του, ὁ ὁποῖος κατέχει τό λόγο, πού θά τόν θεραπεύση, δέν μπορεῖ νά τόν βοηθήση ἀποτελεσματικά. Διότι, ἐάν ὁ ἀσθενής ἄνθρωπος ντρέπεται νά ὁμολογήση τό τραῦμα του στόν ἰατρό, τότε τό φάρμακο δέν θά τόν θεραπεύση, ἀφοῦ εἶναι ἀκατάλληλο γι᾽ αὐτόν”(St. Jerome, Commentary on Εcclesiastes, Ref. 1375 (388 μ.Χ.), Τhe Faith of the Εarly Fathers, σ. 196-197)».

Ἀπό το βιβλίο: Ἀρχιμ. Ἰωάννου Κωστώφ, Η ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΙ, Μετάνοια: Τό ἀντικλείδι τοῦ Παραδείσου, Εκδ. Ἀγιος Ἰωάννης ο Δαμασκηνός, ΑΘΗΝΑ 2012


<>



Total Pageviews

Welcome...! - https://gkiouzelisabeltasos.blogspot.com